ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η συνείδηση της Μακεδονίας ήταν
πάντοτε ελληνική από τους μυθικούς χρόνους μέχρι σήμερα, παρά τις αλλεπάληλες
περιπέτειες, τις επιδρομές, τις σφαγές, έμεινε η ψυχή της ακέραιη Ελληνική.
Όταν δε άρχισε ο αγώνας της
παλιγγενεσίας, η παρουσία της Μακεδονίας ήταν έντονη και ηρωική. Το πρόβλημα
της Μακεδονίας ήταν ότι βρισκόταν κοντά στην Πύλη και δεν θα επέτρεπε ποτέ η
Πύλη την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, γι’ αυτό και οι αλλεπάληλες επαναστάσεις
καταπνίγηκαν στο αίμα, από το 1831-1876.
Το 1867 η Ελλάδα συνεννοείται με τη
Σερβία και αποφασίζουν να δημιουργήσουν Συνθήκη συνεργασίας, Συνθήκη Voslau,
για την από κοινού απελευθέρωση των αλυτρώτων ομοφύλων τους. Για να
αντιληφθούμε σαφέστερα ποια ήταν η αντίληψη της Ελλάδας κατά τον 19ο
αιώνα για τη Μακεδονία, θα παραθέσω απόσπασμα από τις συζητήσεις μεταξύ του
Έλληνα αντιπροσώπου Ζάνου και του Σέρβου, μεγάλου πολιτικού Ηλία Γκαράσανιν.
Ο Ζάνος ζήτησε να μάθει ποιός είναι
ο κατώτατος όρος της χώρας επί της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, που ζητεί η Σερβία. Ο
Γκαράσανιν απάντησε ότι η χώρα του ζητεί την Βοσνία, την Ερζεγοβίνη και την
Παλαιά Σερβία. Ο Ζάνος, χωρίς να ταραχθεί, ρώτησε τι εννοούν με τον όρο «Παλαιά
Σερβία» και οι Σέρβοι απάντησαν ταυτόχρονα ότι
η Παλαιά Σερβία είναι χώρα κατεξοχήν σερβική και ότι τα όριά της είναι
από του ποταμό Δρίνου μέχρι του ποταμού Ισκίρ. «Δεν ηθέλησα να λεπτολογήσω επί
των γεωγραφικών τούτων ορισμών» γράφει ο Ζάνος στην αναφορά του προς τον
Τρικούπη, «ούτε εζήτησα να μάθω αν η μέχρι του Ισκίρ επέκτασις των Σερβικών
κτήσεων δεν ήθελε γεννήσει σοβαράς αμφισβητήσεις εις το μέλλον εκ μέρους των
Βουλγάρων, των οποίων την χώραν δεν εννοούμεν ουδαμώς να εγγίσωμεν εν τη
Συνθήκη μας.»
Με τις σκέψεις αυτές ο Ζάνος ερώτησε
κατόπιν τους συνομιλητές του, «υπομειδιών» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος
ότι, αν αυτές οι εκτεταμένες χώρες είναι ο κατώτατος όρος της Σερβίας, τότε
ποιος άραγε θα ήταν ο ανώτατος. Και συνέχισε με την ίδια ιλαρότητα ότι «εν
τοιαύτη περιπτώσει ο κατώτατος της Ελλάδος όρος θα είναι τουλάχιστον η Ήπειρος,
η Θεσσαλία και η Μακεδονία. Δεν προσθέτω την Κρήτη, διότι ή θα την έχωμεν και
άνευ υμών ή θ’ απέλπισθώμεν επί πολύν χρόνον δι’ αυτήν».
Με τα λόγια του αυτά ο Ζάνος
ανακάλυψε ότι εκέντησε χορδή «δυσαρέστως ηχούσα εις τα ώτα των φίλων μας», όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά. Οι Σέρβοι δεν μπορούσαν βεβαίως να αμφισβητήσουν τα
ελληνικά δικαιώματα πάνω στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, εσκανδαλίστηκαν όμως
σχετικά με την Μακεδονία. Ο Ζάνος θέλοντας να εξακριβώσει σε βάθος τι ακριβώς
σχέδια έχουν για την Μακεδονία, επωφελήθηκε από την σιωπή τους και τους ρώτησε
απροκάλυπτα: «Μήπως έχετε αξιώσεις επί των επαρχιών, τας οποίας ανέφερα;»
Οι Σέρβοι κατάλαβαν από το ύφος της
ερωτήσεως ότι δυσαρέσκεια υπήρχε και στην ελληνική πλευρά σχετικά με το θέμα. Ρώτησαν
λοιπόν με τη σειρά τους τι εννοεί ο Ζάνος με τον όρο Μακεδονία. Ο έλληνας
αντιπρόσωπος δίνοντας έναν πρόχειρο ορισμό απάντησε ότι εννοεί «την μεταξύ
Θράκης και Θεσσαλίας χώραν, την εκτεινομένην από της θαλάσσης μέχρι των
υπωρειών του Αίμου».
Οι Σέρβοι απάντησαν με ηπιότητα ότι
αναγνωρίζουν το γεγονός ότι πάνω στη μεσημβρινή και τη θαλάσσια πλευρά της
Μακεδονίας δεν μπορεί κανείς να έχει αξιώσεις γιατί κατοικούνται από λαούς
ελληνικούς, αλλά την άνω Μακεδονία κατοικούν από αιώνες φυλές άλλες που δεν θα
συγχωρούσαν στους Σέρβους να διαθέσουν τα δικαιώματά τους, χωρίς να τους
συμβουλευτούν. Και εξακολούθησαν¨»Εάν εν μια επισήμω Συνθήκη διεθέτομεν άνευ
διακρίσεως, τας επαρχίας εκείνας, φρικώδη παράπονα ήθελον εγερθή καθ’ ημών, και
ήθελον μιαν ημέραν μας αποδώσει δικαίως, ότι εθυσιάσαμεν εις την φιλοδοξίαν μας
λαούς ανήκοντας εις την φυλήν μας. Ημείς ουδεμίαν έχομεν απαίτησιν όπως
εκτείνωμεν έως εκεί την οροθετικήν ημών Γραμμήν, αλλ’ ευθυνόμεθα απέναντι
άλλων» Σε ερώτηση του Ζάνου ποίοι είναι αυτοί οι άλλοι, οι Σέρβοι απαντούν ότι
είναι οι Βούλγαροι, οι οποίοι κατοικούν την πέραν του Βαρδάρη και των Σερρών
και μέχρι των ορίων του Αίμου χώραν.
Στους ισχυρισμούς αυτούς των Σέρβων,
ο Ζάνος απάντησε με το εξής επιχείρημα: «… εάν ποτε ιδρυθεί ηγεμονία Βουλγαρική,
αρκετά μεγάλην θα έχη έκτασιν, περιλαμβάνουσα τας μεταξύ Αίμου και Δουνάβεως
εκτεταμένας επαρχίας. Αρκετά δε γελοίον ήθελον είσθαι να τεθή ως αρχή ότι επί
όλων των μερών ένθα, τυχόν, εισί διεσκορπισμέναι Βουλγαρικαί φυλαί, η χώρα
ανήκει εις αυτάς! Τοιαύτη αρχή ήθελεν εκφράζει τας αξιώσεις του Ελληνισμού
μέχρι του Νείλου και του Ευφράτου!»
Επειδή όμως η συζήτηση εκινδύνευε να
πάρη άλλο δρόμο, ο Γκαρασάνιν διέκοψε τη ζωηρή αυτή συνδιάλεξη προτείνοντας
στον Ζάνο να δεχθεί το πρώτο άρθρο του Σχεδίου της Συνθήκης όπως συνετάχθη στο
Βελιγράδι για να λείψουν όλα αυτά, όπως είπε χαρακτηριστικά. Και συνέχισε με
έμφαση: «πιστεύσατε ότι δεν ζητούμεν τίποτα δια τον εαυτό μας … αλλά τι να
κάμωμεν τους Βουλγάρους;» Ο Ζάνος όμως τον διέκοψε λέγοντας κατηγορηματικά ότι
δεν μπορεί να δεχθεί το πρώτο μέρος του Σερβικού Σχεδίου διότι: α) Δεν
στηρίζεται πάνω σε βάση δίκαιης αμοιβαιότητας και β) το minimumόπως το
διατυπώνει η σερβική πλευρά είναι σχεδόν το maximum των αξιώσεών της. Σχετικά
με τη Μακεδονία ο Ζάνος είπε: «Ουχί εγώ αλλ’ ουδείς θα ευρεθή εν Ελλάδι
άνθρωπος, όστις θα θέση την υπογραφήν του εις μίαν Συνθήκην, δια της οποίας
διατέμνεται η Μακεδονία και απαλλοτριούται η Ελλάς των επ’ αυτής προαιωνίων
αξιώσεών της! Λησμονείτε, ίσως κύριε Γκαρασάνιν ότι η Μακεδονία είναι η κοιτίς
του Ελληνισμού, ότι είναι η πατρίς του Αλεξάνδρου…».
Στα
λόγια αυτά του Ζάνου ο Πετρονίεβιτς έκανε την παρατήρηση ότι η Μακεδονία του
Αλεξάνδρου δεν εκτείνεται πέρα από τις Σέρρες και ότι το τμήμα αυτό η Σερβία
δεν αμφισβητεί ότι είναι ελληνικό. Απλώς εκείνο που ζητεί είναι να μην
περιλαμβάνονται στην Συνθήκη τέτοιοι απόλυτοι όροι περί Μακεδονίας, διότι, αν
στο μέλλον η συνθήκη εγίνετο γνωστή, οι Σέρβοι δεν θα μπορούσαν να
χειραφετήσουν τους λαούς της Βουλγαρίας και να τους φέρουν σε φιλικές και
συμμαχικές με αυτούς σχέσεις. Έπειτα από όλα αυτά, γράφει ο Ζάνος στον
Τρικούπη: «κατενόησαν ότι οι περί Βουλγάρων δισταγμοί των δεσμεύουσι την
διάνοιάν των, ότι την άνω Μακεδονίαν δεν συμπεριλαμβάνουν εις το maximum των
κτήσεών των, αλλά την θέλουν κυρίως να μείνει ελευθέρα, ίνα επιδειχθή εν ανάγκη
και εν ώρα ευθέτω εις τας πέριξ σλαβικάς φυλάς ως το αδιαμοίραστον λάφυρον των
προσδοκιών των».
Αντιλαμβανόμαστε από τις συζητήσεις
μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων ότι δεν γίνεται καμία μνεία για ύπαρξη Μακεδονικού
έθνους ή Μακεδονικής μειονότητας. Στην περιοχή υπάρχουν μόνο Έλληνες, Σέρβοι
και Βούλγαροι.Και όπως διαφένεται στις συζητήσεις του 1867 οι έλληνες θεωρούν
ότι η Μακεδονία εκτείνεται από το Αιγαίο μέχρι τις υπωρείες του Αίμου, γεγονός
το οποίον δεν αμφισβητούσαν σοβαρά οι Σέρβοι, εάν η Ελλάδα συμφωνούσε να
περιέλθει στη Σερβία το Κόσσοβο ή αλλιώς Παλαιά Σερβία.
Το Μακεδονικό ζήτημα άρχισε
ουσιαστικά από το 1870 με την ίδρυση της Βουλγαρικής εξαρχίας. Ιδρύεται
αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μέντωρ δε της κίνησης αυτής υπήρξε ο πανσλαβιστής-πανρωσιστής Ιγάτιεφ,
Στρατιωτικός αρχικά, στη συνέχει διπλωμάτης και τελικά Υπουργός Εξωτερικών της
Ρωσίας. Πρόκειται για ένθερμο έως παθολογικά οπαδό του πανρωσισμού. Πίστευε
στην επέκταση και το μεγαλείο της Ρωσίας χρησιμοποιώντας τους Σλαβικούς λαούς
ως όργανα του πανρωσισμού με τον μανδύα του πανσλαβισμού. Είναι ο δημιουργός
της Μεγάλης Βουλγαρίας με την Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου 1877-1878. Τα γεγονότα
τα εκθέτουμε λεπτομερώς στη συνέχεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΟ
ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Με τον όρο «Μακεδονικό Ζήτημα » εννοούμε
κυρίως την τάση των χριστιανικών κρατών της Χερσονήσου του Αίμου για την εθνική
αποκατάσταση, προσάρτηση εδαφών, που ευρίσκοντο υπό οθωμανική κυριαρχία. Τα
βαλκανικά κράτη μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου είχαν μια μόνο φιλοδοξία, να
συμπεριλάβουν στο κράτος τους τους υπόδουλους αδελφούς (ομοεθνείς) της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αυξηθούν κατ’ επέκταση εδαφικώς. Η τάση των
βαλκανικών κρατών για εθνική
αποκατάσταση και ο δικαιολογημένος ανταγωνισμός προς την του Οθωμανική
Αυτοκρατορία αποτελούν την ουσία του Μακεδονικού ζητήματος, δεν εξαντλούν όμως
πλήρως την έννοια του. Ένα νέο στοιχείο
καθιστά το Μακεδονικό Ζήτημα σύνθετο. Η πραγματοποίηση της εθνικής
αποκαταστάσεως προϋπέθετε κυρίως άρση των αντιθέσεων και διαφορών μεταξύ των
Βαλκανικών κρατών, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, της Ρουμανίας και της
Βουλγαρίας, της Σερβίας και της
αλβανικής εθνότητας, της Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας και αλβανικής
εθνότητας.
Το Μακεδονικό Ζήτημα συνδέεται επίσης οργανικά
με το Ανατολικό Ζήτημα , δηλ. με την πολιτική των Ευρ. Δυνάμεων , η οποία
κατατείνει αναλόγως των περιστάσεων και των συνθηκών είτε στη διατήρηση της
ακεραιότητας, είτε στη διάλυση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διότι επί εδάφους
της χερσονήσου του Αίμου προσανατολίζονται οι εθνικές βλέψεις των βαλκανικών
κρατών και εντοπίζονται τα συμφέροντα των μεγάλων Δυνάμεων· συγχρόνως δε τα
βαλκανικά κράτη προσπαθούν να προσελκύσουν την εύνοια ή να αναζητήσουν στήριγμα
της εξωτερικής τους πολιτικής στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις , οι οποίες είχαν
βλέψεις και συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή.
Όπως
αναφέρει ο Ancel, το Ανατολικό Ζήτημα δεν ετίθετο μόνον, όταν κάποιο
έθνος βαλκανικό ήθελε να γίνει αυτόνομο, αλλά και όταν οι ευρωπαϊκές
Δυνάμεις ήθελαν να ελέγξουν τους
δρόμους της ανατολής . Τα διάφορα κινήματα προκαλούσαν κάθε φορά τρόμο στις
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την
ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχε υπό τον έλεγχό της τη
Βαλκανική Χερσόνησο, την Μ. Ασία, την Αραβία και την Β. Αφρική. Ο πληθυσμός της
αποτελείται από Έλληνες, Βούλγαρους, Ρουμάνους και Σέρβους, τους σημαντικούς
τουλάχιστον ορθοδόξους χριστιανούς, λίγους καθολικούς και τους Μωαμεθανούς. Η
διάρθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η εξάπλωση της χωρίς έλεγχο των
Δυνάμεων, τα συμφέροντα των τελευταίων στην Εγγύς Ανατολή και οι πιέσεις τους προς την πύλη προκαλούσαν
δυσχέρειες και έδιναν ευκαιρίες στους λαούς για εξεγέρσεις. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν υπήρξε σταθερή, διότι δεν είχαν σαφή αντίληψη της καταστάσεως που είχε
διαμορφωθεί στα Βαλκάνια, ούτε των αιτίων που την είχαν προκαλέσει. Αρκούντο να αποδίδουν τα εκάστοτε κινήματα στην
ανάπτυξη της ιδέας των εθνικοτήτων των Βαλκανικών λαών.
Η ιδέα της Αυστριακής εξάπλωσης στα Βαλκάνια συνάντησε
αρκετούς υποστηρικτές, κυρίως στρατιωτικούς. Το 1876 εμφανίστηκε στη Βουλγαρία
ένα κίνημα, υποστηριζόμενο από τη γνωστή «Nota» του Andrassy, που ζητούσε
θρησκευτική ελευθερία, απαλλαγή από τους φόρους και ίδρυση μεικτών επιτροπών.
Τις προτάσεις αυτές τις δέχτηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Πύλη. Η εξέγερση των
Βουλγάρων το 1876, παρόλο που στην πραγματικότητα ήταν ασήμαντη, χάρις στη
ρωσική προπαγάνδα, προσείλκυσε την προσοχή του κόσμου στο σημείο αυτό της
Βαλκανικής, επειδή την παρουσίασαν ως σύσσωμη Βουλγαρική Επανάσταση. Οι Τούρκοι
κατέπνιξαν με μεγάλες ωμότητες το μικρό
κίνημα, πράγμα που προκάλεσε την αγανάκτηση της Ευρώπης.
Ο
Άγγλος πρωθυπουργός Γλάδστων μαζί με την Αυστρία απείλησαν την Πύλη για
αντίποινα. Η Ρωσία εν τω μεταξύ, μέσω του πρεσβευτή της στην Αθήνα, συνέχιζε
την τακτική της, να προσπαθεί δηλαδή να παράλυση κάθε ελληνική ενέργεια, ώστε
να δημιουργηθεί το Βουλγαρικό Ζήτημα, να παρουσιάσει τα γεγονότα διαφορετικά στις άλλες Δυνάμεις
και να εμποδίσει κάθε υποστήριξη προς
τον Οικουμενικό Πατριάρχη που εναντιωνόταν στα σχέδια της. Ο Baude θεωρεί τη
στάση αυτή της Ρωσίας ακριβώς όπως συνέβη και στην Πολωνία, ενώ ο Σαρίπολος στο
βιβλίο του («Etre ou ne pas etre») ως καθαρό Μακιαβελισμό την τακτική της να
είναι αντίθετη σε κάθε συμμαχική φωνή και να παίρναι το μέρος εκείνων που
διαμαρτύρονατι.
Η
υπό την επωνυμία «Μέγα Υπουργείον» οικουμενική κυβέρνηση του 1877 έχασε πολύτιμο χρόνο σε
διαπραγματεύσεις και άγονες συνεννοήσεις με τους πρέσβεις
της Αγγλίας, Ρωσίας και Αυστρίας, ενώ οι εξαιρετικές περιστάσεις αμέσως μετά την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού
πολέμου της έδιναν τη δυνατότητα να προχωρήσει μόνη δημιουργώντας τετελεσμένα γεγονότα. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος
ξέσπασε εντελώς αιφνιδιαστικά λόγω της
αποφάσεως της Ρωσίας να υποστηρίξει τους
χριστιανικούς λαούς της Ανατολής. Το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία συμμάχησαν μαζί
της αμέσως ενώ και στην Ελλάδα
εκδηλώθηκε αρχικά η επιθυμία συμπράξεως με τη Ρωσία.
Η Ρωσία απαίτησε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο , ενώ
η τελευταία ήδη εξοπλιζόταν πυρετωδώς και ερχόταν σε επαφές με τους Σέρβους και
Ρουμάνους για μια πιθανή δράση.
Η Αγγλία ενώ παρείχε την προστασία της στους Σλάβους και ενίσχυε την Τουρκία στην
καταδίωξη του ελληνικού στοιχείου, παράλληλα απαιτούσε από τους Έλληνες να μην
έχουν καμία εθνική φιλοδοξία και να
παύσουν κάθε πολεμική προετοιμασία.
Η Ελλάδα αρνήθηκε
να συμμετάσχει στον πόλεμο , προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι δεν ήταν προετοιμασμένη
για κάτι τέτοιο. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα ήταν αρνητικές , διότι κατά την
υπογραφή της Ρωσοτουρκικής ανακωχής οι Δυνάμεις δήλωσαν ρητά ότι αξιώσεις της
Ελλάδος δεν θα ληφθούν υπόψη.
Την ίδια περίοδο ο Τρικούπης θέλησε να ανανεώσει την
συμμαχία της Ελλάδος με την Σερβία, αλλά ο Σέρβος ηγεμόνας απάντησε με
υπεκφυγές ότι δήθεν θα έπρεπε να συμβουλευθεί Ρωσία.
Η ωφέλεια που
προέκυπτε από μία τέτοια σύμπραξη φάνηκε μετά από την έκβαση του ρωσοτουρκικού
πολέμου. Ο Τρικούπης έκαμε προσπάθειες συνεννοήσεως και με τη Ρωσία, η οποία
δέχτηκε τις σχετικές προτάσεις με προθυμία , αλλά το όλο θέμα δεν προχώρησε ,
γιατί η Ρωσία αφ’ ενός ήταν απασχολημένη με τον πόλεμο κατά τις Τουρκίας, αφ’
ετέρου δε οι νίκες της έκαναν περιττή
την ελληνική σύμπραξη . Η Ελλάδα με έγγραφο δεσμευτικό προς την Πετρούπολη
ζητούσε την παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Κρήτης. Εν τω μεταξύ στο Τουρκικό
Ναυαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως είχε αρχίσει από τις 11/23-12-1876 Συνδιάσκεψη
των Δυνάμεων, που φρόντισαν να δημιουργήσουν μια Μεγάλη Βουλγαρία σε βάρος των
ελληνικών συμφερόντων. Η Ελλάδα δεν έλαβε
μέρος στη Συνδιάσκεψη αυτή, η Τουρκία αρνήθηκε την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, ενώ η Σερβία τη δέχτηκε με
επιφυλάξεις. Η διάσκεψη όμως ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένη σε αποτυχία
και στις 8/20 Ιουνίου 1877 μετά από εννέα συνεδριάσεις διαλύθηκε λόγω ρωσικής
αδιαλλαξίας.
Στις
19.3.1878 υπογράφτηκε στην
Κωντσαντινούπολη η Συνθήκη του Αγίου
Στεφάνου. Σημαντικό είναι το άρθρο 6 της συνθήκης αυτής , με το οποίο
δημιουργείται η Μεγάλη Βουλγαρία. Στο
άρθρο 15 υπήρχε διάταξη σχετική με την Κρήτη για την εφαρμογή « διά του
αυστηρότερου τρόπου » του οργανικού χάρτη του 1868 . Η Συνθήκη κήρυττε τη
διάλυση της Τουρκίας με αποκλειστικό όφελος της Ρωσίας και των σλαβικών της
επιδιώξεων προκαλώντας έτσι αγανάκτηση
στην Ελλάδα και εξέργεση στη Μακεδονία. Η Συνθήκη ήταν έργο του κόμη Ignatiev.
Ο Miller την θεωρεί «εξαμβλωτικόν έγγραφον δώσαν καθ’
ολοκληρίαν σλαυϊκήν λύσιν ζητήματος ενδιαφέροντος ουχ ήττον και άλλας
φυλάς ». Βέβαια η ιδιαίτερη προτίμηση , που έτρεφαν οι Ρώσοι για τη
Βουλγαρία, την στιγμή που τα άλλα σλαβικά κράτη είχαν πολεμήσει απείρως γενναιότερα , προερχόταν από τη σκέψη ότι η Βουλγαρία θα χρησίμευε ως γέφυρα
για την κατάκτηση της Κωντσαντινουπόλεως. Ο Πανσλαβισμός θριάμβευσε με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ο
Ελληνισμός πλήττονταν ισχυρά με τη
διάπραξη ενός μεγάλου ιστορικού και εθνολογικού αδικήματος εναντίον του. Ο
υπόδουλος Ελληνισμός ξεσηκώθηκε κατά της
Συνθήκης και τις διαμαρτυρίες του ανέλαβε να διαβιβάσει προς τις Μεγάλες
Δυνάμεις ο Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄. Έπειτα από αυτό η Αγγλία θεώρησε κατάλληλη
την ευκαιρία να προσβάλλει την Συνθήκη. Ο πρώτος πάντως, που δημόσια ύψωσε τη
φωνή διαμαρτυρίας σχετικά με την Συνθήκη ήταν ο Βίσμαρκ στη συνεδρίαση της
19-2-1878 της Γερμανικής Βουλής . Έπειτα από λίγο σύσσωμη η Ευρωπαϊκή
διπλωματία πήρε το μέλος της Τουρκίας με
απώτερο σκοπό να αποτραπεί η πραγματοποίηση των ρώσικων σχεδίων, που έθιγαν τα
συμφέροντα πολλών κρατών. Ο διάδοχος και αντίπαλος του Ιγνάτιεφ, Σουγκάλωφ
συνιστά στον Τσάρο συνεννόηση με την Αγγλία και στις 18/30-3-1878 υπογράφεται
μεταξύ των χωρών μυστική συνθήκη περί τροποποιήσεως της οροθεσίας της
Βουλγαρίας. Λίγο αργότερα, στις 23-5-/4-6 του ίδιου χρόνου, η Αγγλία υπέγραφε
στην Κωνσταντινούπολη μυστική αμυντική σύμβαση με την Τουρκία και έπαιρνε σαν
έπαθλο των διπλωματικών αγώνων υπερ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την Κύπρο, ενώ
συγχρόνως τόνιζε ότι επιθυμούσε στενότερη τουρκοελληνική ηθική και υλική σύμπραξη.
Παράλληλα ο Τύπος των δυτικών Δυνάμεων άρχισε σθεναρά να
υποστηρίζει τον Ελληνισμό, ενώ ο Βίσμαρκ εφόσον «ησθάνετο αδιαφορίαν και
περιφρόνησιν δια Σλαύους, Έλληνας και Τούρκους » προθυμοποιήθηκε να ενεργήσει ως έντιμος μεσίτης » και να
συγκαλέσει στις 1/3-6-1878 το Συνέδριο του Βερολίνου για να ξεκαθαρίσει η
κατάσταση. Η Ελλάδα έστειλε αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον Θ. Δεληγιάννη
και τους πρεσβευτές Βραϊλα- Αρμένη και Άλεξ. Ραγκαβή έπειτα από άρνηση του
Τρικούπη να τεθεί επί κεφαλής . Η άρνηση αυτή του Τρικούπη οφειλόταν σύμφωνα με
τον Κορδάτο σε διαφωνία του με το
Δεληγιάννη , ενώ κατά το Μελετόπουλο στο γεγονός ότι γνώριζε πως θα συναντούσε αντίσταση και
από πού. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι όμως δεν έγιναν δεκτοί στο συνέδριο, τους
επετράπη μόνο να εμφανιστούν στην
συνεδρίαση της 17/29 Ιουνίου και να εκθέσουν απλώς τις γνώμες και τα αιτήματα τους. Τα αιτήματα αυτά
απορρίφθηκαν από τους ΄Αγγλους, γιατί
όπως είπε χαρακτηριστικά ο Ντισραέλι «δεν δυνάμεθα να φονεύσωμε τον Σουλτάνο » δημιουργώντας
έτσι μεγάλη απογοήτευση η ανάγκη προσαρτήσεως στην Ελλάδα της Ηπείρου και Θεσσαλίας και αποφασίστηκε να ασκηθεί πίεση επί της
Τουρκίας για συνεννοήσεις.
Η Τουρκία εντούτοις καθυστερούσε επίτηδες τη λήψη
αποφάσεων . Έτσι μπήκε στη Συνθήκη
ειδικό άρθρο –το24- που όριζε ότι «Εν περιπτώσει καθ’ ην τα
περί διευθετήσεως μεθορίων προβλεπόμενα
από του ιγ΄ πρωτοκόλλου της Συνθήκης μεταξύ Πύλης και Ελλάδος δεν ηδύνατο να
πραγματοποιηθώσιν, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ρωσία επιφυλάσσονται του
δικαιώματος να προσφέρωσιν την μεσολάβησιν αυτών εις τα δύο κράτη προς
διευκόλυσιν των διαπραγματεύσεων ».
Η Συνθήκη του Βερολίνου αθέτησε την αρχή των εθνοτήτων
»υπέρ του Σλαβισμού . Αποτέλεσε όμως τον καταστατικό χάρτη των Βαλκανίων και
γενικά της Ν.Α. Ευρώπης και ακόμη σημαντικό σταθμό για την ιστορία της
Μακεδονίας υπογραμμίζοντας την πολιτική και στρατηγική σπουδαιότητα της για
τους Βαλκανικούς λαούς. Τέλος το Συνέδριο και η Συνθήκη έρριξαν άφθονα σπέρματα των μετέπειτα ανωμαλιών,
επαναστάσεων και συγκρούσεων. Όσο για την Ελλάδα εξαπατήθηκε οικτρά, καθώς στο
Βερολίνο ουσιαστικά ποδοπατήθηκε η ευπρέπεια και το δίκαιο.
Το συνέδριο του Βερολίνου (Ιουν. – Ιουλ. 1878 ) αποτελεί
ουσιώδη σταθμό στην εξέλιξη του Ανατολικού ζητήματος και συγχρόνως την αφετηρία
της δημιουργίας του Μακεδονικού ζητήματος.
Με βάση τις Αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου : α)
Ηττάται η Ρωσία και ενισχύεται η θέση της Αυστρίας και της Μ. Βρετανίας στην
Εγγύς Ανατολή . β) Η βοήθεια , την οποία προσέφερε η Γερμανία στην
Αυστρία κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, έγινε η αφορμή να διαλυθεί η
συνθήκη συμμαχίας των τριών αυτοκρατόρων Γερμανία να περιορίζει τις φιλόδοξες
βλέψεις των δυο άλλων στην Εγγύς Ανατολή .
γ) Εμφανίζονται στο προσκήνιο πέντε
συνολικά Ευρωπαϊκές Δυνάμεις
( συμμετοχή Γερμανίας και Ιταλίας). δ) παρά την κρατική αυτοτέλεια και
ανεξαρτησία και δημιουργία ημιαυτόνομης
βουλγαρικής ηγεμονίας, λόγω της πααβιάσεως της αρχής των εθνοτήτων
δημιουργούνται οι προϋποθέσεις του ανταγωνισμού και της δυσαρέσκειας των βαλκανικών
κρατών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίες θα προκαλέσουν το Μακεδονικό
Ζήτημα.
Οι
διατάξεις της Συνθήκης του Βερολίνου , που αναφέρονται στην παρεμβολή μεταξύ
Ρωσίας και Ρουμανίας μικρής Βουλγαρίας, εξασφάλιζαν την συνοχή των ευρωπαϊκών
επαρχιών της Τουρκίας και παρεμπόδιζαν την επιρρροή της Ρωσίας στην Χερσόνησο του Αίμου . Οι διατάξεις αυτές σε συνδυασμό
με την απαγόρευση του διάπλου των Στενών από τα ρωσικά πλοία (Συνθήκες 1856 και 1871 ) είχαν ως συνέπεια
την πλήρη αποτυχία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Η ήττα της Ρωσίας στο
Βερολίνο έγινε περισσότερο και αμφισβήτηση, διότι η πρόθεση της Αυστρίας και Μ.
Βρετανίας για τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν
ήταν ειλικρινής και ανιδιοτελής. Η Μ. Βρετανία αποζημιώθηκε με την παραχώρηση
της Κύπρου, η δε Αυστρία, με την προσάρτηση των επαρχιών της Βοσνίας και
Ερζεγοβίνης.
Η ήττα της Ρωσίας στο Βερολίνο μαζί με την ταπείνωση
αύξησε και το αίσθημα εκδικήσεως εναντίον της Αυστρίας και Γερμανίας. Ο τύπος
και η κοινή γνώμη της Ρωσίας υπό την επίδραση των πανσλαβιστών πρόβαλαν το
σύνθημα « εκδίκηση για την ανατροπή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ».
Σε επιστολή του Τσάρου προς τον αυτοκράτορα της Γερμανίας (15.8.1879) τονίζεται ότι «εκ
των υφισταμένων μεταξύ των δυο κρατών αντιθέσεων, αίτινες είναι αρκούντως
έκδηλοι και εις γλώσσαν του τύπου θα ηδύνατο, να προέλθουν δυσάρεστα
επακόλουθα».
Η Ρωσία από το 1879
στρέφεται σε αναζήτηση νέων συμμάχων Γαλλίας και Ιταλίας.
Ο Βίσμαρκ επεχείρησε διαπραγματεύσεις με την Αυστρία στο
Gastein στη Βιέννη, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η συνθήκη συμμαχίας (7
Οκτ.1789) . Η συνθήκη είχε χαρακτήρα αμυντικό και εστρέφετο εναντίον της Ρωσίας σύμφωνα με τη ρητή
απαίτηση της Αυστρίας ( Άρθρα 1,2).
Η Μεγάλη Βρετανία , που δημιουργήθηκε με τη συνθήκη του
Αγίου Στεφάνου, περιορίσθηκε εδαφικά σχεδόν στο ήμισυ με τη συνθήκη του
Βερολίνου. Ο Αίμος θα αποτελούσε το όριο
προς το νότο της υποτελούς στην Τουρκία Βουλγαρικής ηγεμονίας, τα δε όρια της
Αν. Ρωμυλίας , δεν θα έφθαναν μέχρι το Αιγαίο. Αν όμως ο εδαφικός ακρωτηριασμός της μεγάλης
Βουλγαρίας στην Ανατολή και το νότο οφειλόταν κυρίως στη Βρετανία, το
συμφέρον της Αυστρίας φάνηκε στη ρύθμιση
των δυτικών συνόρων της βουλγαρικής ηγεμονίας.
Τα
άλλα δύο σλαβικά κράτη, η Σερβία και το Μαυροβούνιο τέθηκαν υπό την αυστριακή
επιρροή και έγιναν λιγότερο επικίνδυνα για την Αυστροουγγαρία. Η Ρουμανία,
στερήθηκε του τμήματος της Βεσσαραβίας.
------------------------------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ
ΚΡΑΤΩΝ
ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1878 – 1900)
Το
Μακεδονικό Ζήτημα θεωρείται ο αρχικός παράγοντας της δημιουργίας των βαλκανικών
αντιθέσεων. Σέρβοι, Βούλγαροι, και Έλληνες βρέθηκαν στα ακραία σημεία των
συνόρων. Οι Μακεδόνες είχαν δικό τους χαρακτήρα και διάλεκτο αλλά σαφή
συνείδηση με αποτέλεσμα να τους διεκδικούν και οι τρεις γείτονες τους σαν δικό
τους τμήμα. Οι Έλληνες λόγου χάρη τους διεκδικούσαν γιατί ήσαν Χριστιανοί
Ορθόδοξοι κάτω από την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη και γιατί
ανέκαθεν την Μακεδονία την κατοικούσαν
Έλληνες. Οι Σέρβοι για τα γλωσσικά
χαρακτηριστικά που έμοιαζαν με τα δικά τους. Οι Βούλγαροι πάλι υποστήριζαν ότι
οι Μακεδόνες γεωγραφικά ήσαν πιο κοντά
σ’ αυτούς παρά στους Σέρβους και ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν ουσιαστικά
βουλγαρική. Είναι ανάγκη λοιπόν να τονισθεί ότι η εθνολογική σύνθεση του
πληθυσμού της Μακεδονίας ήταν κατεξοχήν παράδοξη. Σε κανένα άλλο μέρος της
Ευρώπης οι εθνότητες δεν ήσαν τόσο διασταυρωμένες και αναμιγμένες μεταξύ τους
όσο στο κέντρο των ευρωπαϊκών επαρχιών της Τουρκίας. Παρατηρούνται μεταβάσεις
και συγχωνεύσεις μιας εθνότητας με μια ή περισσότερες άλλες, που οφείλονται σε
ποικιλία αίτια και περιστάσεις και μαρτυρούνται
ή όχι από την ιστορία, χωρίς εντούτοις
να είναι δυνατός ο καθορισμός του ποσοστού της συμμετοχής κάθε μιας
εθνότητας σ’ αυτό το εθνολογικό κράμα, με κυρίαρχο το στοιχείο το Ελληνικό.
Το 1870 μεγάλο μέρος της Μακεδονίας ενώθηκε με τη Βουλγαρική
Εκκλησία, επειδή οι κάτοικοι ήσαν δυσαρεστημένοι με τον ελληνικό κλήρο. Οι
Βούλγαροι βρήκαν την περίσταση κατάλληλη για να εκβουλγαρίσουν. Είναι ακόμα
εξακριβωμένο ότι το 1878, σύμφωνα με πληροφορίες από τα Αρχεία του Υ.
Εσωτερικών, λειτουργούσαν αρκετά βουλγαρικά σχολεία με χίλιους περίπου μαθητές.
Το 1895 οι Βούλγαροι ίδρυσαν 600-700 σχολεία στη Μακεδονία που είχε μόνο 25.000
-30.000 κατοίκους. Παράλληλα και οι Σέρβοι προσπαθούσαν να προστατέψουν τα
συμφέροντα τους στη Μακεδονία. Το 1870 ο Ristis επεδίωκε να ιδρύσει σχολεία
στην Παλαιά Σερβία σχολεία υπήρχαν στις περιφέρειες Αχρίδος και Δίβρεις , στις
πόλεις του Μοναστηρίου και Περλεπέ.
Κατά την περίοδο 1878-1885 η προσοχή των Κυβερνήσεων της
Βουλγαρικής ηγεμονίας είχε συγκεντρωθεί στην Αν. Ρωμυλία, και την
προπαγανδιστική δραστηριότητα των Βουλγάρων στη Μακεδονία είχε αναλάβει εξ
ολοκλήρου η Εξαρχία.
Η Βουλγαρική Εξαρχία δεν περιορίσθηκε μετά το 1878 στην ενίσχυση των πιστών της αλλά στην αύξηση
και πύκνωση της βουλγαρικής εθνότητας. Την προσπάθεια αυτή της Εξαρχίας
βοήθησαν η Ρωσία και η Αυστρία· η μεν
πρώτη με τα πανσλαβιστικά σωματεία, η δε Αυστρία με την προπαγάνδα των Ουνιτών.
Η προπαγάνδα των Ουνιτών , είναι αλήθεια ,ότι είχε χαρακτήρα θρησκευτικό και εξυπηρετούσε
θρησκευτικούς σκοπούς . κατά βάθος όμως εργαζόταν για την ενίσχυση και προώθηση
των συμφερόντων και σκοπών του βουλγαρισμού.
Η σύμπραξη της Αυστρίας και της Ρωσίας
για την προάσπιση των συμφερόντων της Βουλγαρίας στην Μακεδονία
δικαιολογείται από το γεγονός η Αυστρία
προσπαθούσε να αυξήσει την επιρροή της στη βουλγαρική ηγεμονία. Ανεξήγητο όμως
παραμένει το γεγονός ότι η ορθόδοξη Ρωσία ανέχθηκε και επέτρεψε την διενέργεια ετερόδοξης προπαγάνδας σε
ομόδοξους πληθυσμούς .
Η στάση της Υ. Πύλης , υπήρξε αυθαίρετη και επίβουλη.
Σύμφωνα με τη γνώμη του Προξένου Θες/νίκης «η εχθροπάθεια των τοπικών αρχών
εκορυφώθη επί τοσούτο κατά των ημετέρων συμφερόντων ώστε… αι καταβαλλόμεναι
προς υπεράσπισιν και προστασίαν αυτών
προσπάθειαι δεν είναι πλέον έργον υπηρεσίας, αλλ’ έργον αγώνος δεινού » .
Η
προστασία όμως των συμφερόντων των Βουλγάρων από τις δυο Δυνάμεις και η
συνέργεια της Υ. Πύλης δεν θα καρποφορούσαν, αν οι δυνάμεις του ελληνισμού, κατάλληλα οργανωμένες,
διατηρούσαν τη μαχητικότητα τους.
Μετά το συνέδριο του Βερολίνου αυξήθηκε σημαντικά ο
αριθμός των σχολείων στην Μακεδονία και Θράκη. Από το 1876 ενισχύοντο οικονομικά οι κοινότητες για την
συντήρηση των Σχολείων με συνδρομές του « Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων » από την
Αθήνα και της «Φιλεκπαιδευτικής και φιλανθρωπικής αδελφότητος » από την
Κωνσταντινούπολη.
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο
εναντιώθηκε στις αξιώσεις των σχισματικών
Βουλγάρων και μόχθησε για προστασία των συμφερόντων του ελληνισμού και
της Ορθοδοξίας στη Μακεδονία , με πρόταση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ συνιστούσε στην ελληνική κυβέρνηση
την εφαρμογή διαλλακτικής πολιτικής προς την
προπαγάνδα κυρίως των Βουλγάρων.
Η στάση του Πατριαρχείου δικαιολογείται από το δίλημμα, το οποίο αντιμετώπιζε:
διατήρηση των προνομίων –προστασία των εθνικών
συμφερόντων του ελληνισμού.
Η επίσημη αίτηση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1883 να
διορισθούν σχηματικοί αρχιερείς στη Μακεδονία, ενώ υποστηρίχθηκε θερμά από τη
ρωσική Κυβέρνηση, δεν έγινε δεκτή από την Υ. Πύλη.
Οι πράκτορες όμως
της βουλγαρικής εθνικής ιδέας με πρωτοφανή φανατισμό πέτυχαν αξιόλογα πράγματα την περίοδο αυτή.
Κατά την περίοδο 1885-1894 η προπαγανδιστική δραστηριότητα
των
Βουλγάρων
στην Μακεδονία σημείωσε μεγαλύτερη πρόοδο. Είναι η περίοδος κατά την οποία η
βουλγαρική ηγεμονία εμφανίζεται ως κράτος συγκροτημένο και οργανωμένο. Η ένωση της ανατολικής Ρωμυλίας και η νίκη των Βουλγάρων εναντίον των Σέρβων (Φθιν.1885) συνετέλεσαν, ώστε να αποκτήσουν συνείδηση της
δυνάμεως και να ενισχυθεί στις Ευρωπαϊκές
Δυνάμεις η πεποίθηση, ότι η Βουλγαρία αποτελούσε στα Βαλκάνια ζωτικό
στοιχείο, από πολιτική και στρατιωτική άποψη.
Η Βουλγαρική ηγεμονία χειραφετείται από την ρωσική
επιρροή και εγκαινιάζει με την προστασία
της Αυστρίας και Μ. Βρετανίας ανεξάρτητο πολιτικό βίο. Η Βουλγαρική κυβέρνηση,
σύμφωνα με την γενικότερη πολιτική της ,
φρόντισε να μεταδώσει στους πολίτες της το μίσος και την εχθρότητα προς τη
Ρωσία.
Η Ρωσία όμως, παρά
το γεγονός ότι είχε λόγους να είναι δυσαρεστημένη από τη Βουλγαρία, βοήθησε
κατά την περίοδο αυτή στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και της Θράκης με κάποιους περιορισμούς. Σαφή εικόνα των
περιορισμών δίνουν οι οδηγίες της ρωσικής πρεσβείας της Κωνσταντινουπόλεως
προς το προξενείο της Θεσσαλονίκης το 1889 : «να
ανταπεξέρχεται μεν κατά των ενεργειών των τεινουσών εις την διάδοσιν ιδεών αντιρρωσικών, να μην
φαίνεται όμως εργαζόμενος κατά της προόδου και αναπτύξεως των Βουλγάρων της
Μακεδονίας».
Τέσσερις σημαντικοί παράγοντες (Βουλγαρική κυβέρνηση
,Αυστρία, Μ. Βρετανία, Ρωσία) συνένωσαν τις προσπάθειες τους σ’ έναν κοινό
σκοπό: τον εκβουλγαρισμό των σλαβοφώνων
κατοίκων της Μακεδονίας και Θράκης. Στην πραγματοποίηση αυτού του σκοπού
συνετέλεσε και η συνδρομή της οθωμανικής κυβερνήσεως ,την οποία εξασφάλισε
κυρίως η επιδέξεια πολιτική του Σταμπούλωφ: πέτυχε να εξασφαλίσει την ενεργό
συμπαράσταση ή τουλάχιστον την ανοχή της
οθωμανικής κυβερνήσεως και υπαλλήλων της. Οι προσπάθειες όμως της
βουλγαρικής Κυβερνήσεως παρά την βοήθεια των δυο Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και της
Ρωσίας και την ανοχή της Υ. Πύλης δεν θα ήσαν τόσο γόνιμες, εάν η ελληνική
κυβέρνηση δεν ήταν απορροφημένη με περισπασμούς (προνομιακό ζήτημα και
οικονομική κρίση).
Από το 1887, εξ αφορμής της κατασχέσεως εγγραφών στην
Καστοριά από την οποία αποδεικνυόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση επιχορηγούσε τα
σχολεία του υπόδουλου ελληνισμού, ανακινήθηκε εκ νέου το προνομιακό
ζήτημα. Η Οθωμανική Κυβέρνηση απαίτησε
τον αποκλεισμό των Ελλήνων υπηκόων από τις σχολικές εφορείες, το δικαίωμα του διορισμού, της μεταθέσεως και της παύσεως
των διδασκάλων χωρίς την έγκριση της.
Από γενικότερη άποψη κατά περίοδο αυτή οι Βούλγαροι με συστηματικότητα εξασφάλισαν πλεονεκτήματα όπως: διορισμός
αρχιμανδριτών ως εκπροσώπων του Έξαρχου στα σπουδαιότερα κέντρα της Μακεδονίας
και Θράκης, μητροπολιτών στην Αρχίδα, Σκόπια, Νευροκόπι, Βελεσσούς· σύσταση
οργανωμένων και με νομική υπόσταση
κοινοτήτων· πολλαπλασιασμός σχολείων και διδασκάλων· προστασία των σχισματικών ιερέων κατά
εκτέλεση του καθήκοντός των· εξασφάλιση
της κατοχής των εκκλησιών, σχολείων με περιουσία τους στις κοινότητες, όπου
πλειοψηφούσαν οι εξαρχικοί.
H κυβέρνηση Σταϊλώφ, που διαδέχθηκε
στην αρχή τον Στέφανο Σταμπουλώφ (Μάρτιος 1894) έθεσε ως πρόγραμμά της: αφενός
μεν να προστατεύσει τις οργανώσεις του μακεδονοθρακικού Κομιτάτου, αφετέρου να
εργασθεί για την ανασύνδεση των σχέσεων με τη ρωσική κυβέρνηση. Η προσπάθεια
για την αναθέρμανση των σχέσεων με τη Ρωσία δικαιολογείται από το γεγονός ότι η
βουλγαρική ηγεμονία δεν μπορούσε να στηριχθεί πολιτικά χωρίς την υποστήριξη της
Ρωσίας. Για το λόγο αυτό ήλθε σε ρήξη με την Υ. Πύλη. Ως συνέπεια η Υ. Πύλη
κατάργησε πολλά βουλγαρικά σχολεία στη Μακεδονία και Θράκη. Το μακεδονικό
κομιτάτο απεφάσισε να ζητήσει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων για την εφαρμογή των
διατάξεων της Συνθήκης του Βερολίνου περί αυτονομίας της Μακεδονίας (Δεκ.
1894). Η Οθωμανική κυβέρνηση πέτυχε να προλάβει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων με
την αποστολή εξεταστικών επιτροπών στα βιλαέτια της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Τα
μέτρα όμως της Υ. Πύλης, εκτός από την δίωξη των πρακτόρων της βουλγαρικής
προπαγάνδας, αποδείχθηκαν ανεπαρκή για τον περιορισμό των δραστηριοτήτων του
μακεδονικού κομιτάτου. Επαναστατικό κίνημα, που εξερράγη τον Ιούλιο και Ιούνιο
1895 στα βιλαέτια Κοσσυφοπεδίου και Θεσσαλονίκης οδηγήθηκε σε αποτυχία, διότι
οι κάτοικοι εξεδήλωσαν απροθυμία.
Το καλοκαίρι του 1896 ελληνικά
αντάρτικα σώματα, οργανωμένα από την εθνική εταιρεία εισέβαλαν στο Μακεδονικό
έδαφος, εν αγνοία της ελληνικής κυβερνήσεως, η οποία συνιστούσε στους
προξένους: «δραστηρίαν ενέργειαν προς αποτροπήν από τοιούτων κινημάτων δυναμένων
να βλάψωσι πραγματικά εθνικά συμφέροντα». Σύμφωνα μάλιστα με τις δηλώσεις των
αρχηγών των ανταρτικών ομάδων στις οθωμανικές αρχές, η δράση τους θα στρεφόταν
αποκλειστικά εναντίον των Βουλγάρων. Το κέρδος, που προσωρινά προκάλεσε η
παρουσία ανταρτικών σωμάτων μεταξύ των Ελλήνων και ελληνοφώνων της Μακεδονίας,
γρήγορα εξουδετερώθηκε. Τη δυσαρέσκεια της Υ. Πύλης προς την ελληνική
Κυβέρνηση, την οποία ενίσχυσε ο πόλεμος του 1897, μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν
κατάλληλα οι Βούλγαροι και πέτυχαν να διαλύσουν την δυσμένεια και δυσπιστία της
Υ. Πύλης σε βάρος τους.
Από το 1895, αποκαθίσταται μεταξύ
του Μακεδονικού κομιτάτου και των κατοίκων των Βουλγαρικών και βουλγαριζόντων
χωριών της Μακεδονίας και της Θράκης ένα είδος αλληλεγγύης. Αποτέλεσμα αυτής
της αλληλεγγύης ήταν η σύσταση επιτροπών στις 45 περιφέρειες, στις οποίες
διαιρέθηκε η διεκδικούμενη χώρα (εσωτερική οργάνωση). Η εσωτερική οργάνωση δεν
προοριζόταν μόνο στον προσηλυτισμό και την προπαγάνδα, αλλά επεδίωκε να
προστατεύσει τον πληθυσμό από τις αυθαιρεσίες της Υ. Πύλης προετοιμάζοντας έτσι
την αυτόνομη διοίκηση της περιοχής.
Τον Ιανουάριο του 1899 ανανεώνεται
το διάβημα του 1894 προς τις κυβερνήσεις των Μ. Δυνάμεων με τρόπο επίσημο: Τον
Δεκέμβριο του 1894 το Μακεδονικό κομιτάτο ζητούσε την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων
για την επίλυση του Μακεδονικού Ζητήματος (επίκληση διατάξεων του άρθρου 23 της
Συνθήκης του Βερολίνου). Τώρα (Ιανουάριος 1899) το Μακεδονικό Κομιτάτο
υποδεικνύει ποια λύση πρέπει να δοθεί στο Μακεδονικό ζήτημα. Πρόκειται για
σχέδιο μεταρρυθμίσεων, που δόθηκε στους αντιπροσώπους των Μ. Δυνάμεων στην
Κωνσταντινούπολη. Με το υπόμνημα αυτό προβάλλεται η απαίτηση να ρυθμιστεί η
τύχη της Μακεδονίας και του βιλαετίου της Αδριανουπόλεως με βάση τις αρχές που
επικράτησαν κατά τη λύση του Κρητικού ζητήματος το 1898: άμεση επέμβαση των Μ.
Δυνάμεων, ενδεχόμενη κατάληψη της χώρας από τα στρατεύματά τους, καθιέρωση
αυτόνομου πολιτεύματος και ανάθεση της διοικήσεως της περιοχής σ’ αυτούς, που
απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του πληθυσμού. Επιπλέον καθορίζονται και τα εξής:
1.
Τα όρια της αυτόνομης περιοχής θα
ήσαν τα ίδια με της Βουλγαρίας της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, αυξημένα όμως
προς νότον με την προσθήκη των επαρχιών Καστοριάς, Βοδενών, Καϊλαρίων και της
πόλεως της Θεσσαλονίκης με τη Χαλκιδική.
2.
Διοικητής της επαρχίας θα διοριζόταν
για πέντε χρόνια βαλής «εκ της επικρατούσης φυλής», βοηθούμενος από συνέλευση,
που θα εκλέγεται αμέσως από το λαό.
3.
Επίσημη γλώσσα, παράλληλα με την
τουρκική, θα αναγνωριζόταν αυτή της «επικρατούσης φυλής».
4.
Οι πολιτικοί υπάλληλοι και οι
αξιωματικοί της αστυνομίας θα λαμβάνονταν από την «επικρατούσαν φυλήν».
5.
Η τήρηση της τάξεως θα ήταν έργο της
αστυνομίας .
6.
Το 25% των εσόδων θα δινόταν στην
Οθωμανική αυτοκρατορία, το δε υπόλοιπο, για την κάλυψη των αναγκών της
επαρχίας. Η λύση του Μακεδονικού με το πρόγραμμα της αυτονομίας θα αποτελούσε
κατά κάποιο τρόπο σταθμό για την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρική
ηγεμονία κατά το παράδειγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Σύμφωνα με την γνώμη των
αντιπροσώπων των Μ. Δυνάμεων στη Σόφια «το Κομιτάτο δεν φοβείται την περίοδο
αυτονομίας εν Μακεδονία, διότι θα επέτρεπεν εις την Βουλγαρικήν εθνότητα να
εξασφαλίσει την υπεροχήν αυτής και θα απετέλει σταθμόν εν τη οδώ της
προσαρτήσεως της Μακεδονίας εις την Βουλγαρίαν». «Δια της επιζητουμένης
αυτονομίας θέλει αποκατασταθεί δευτέρα ανατολική Ρωμυλία, προδήλως με το αυτό
αποτέλεσμα, αφού η βουλγαρική διοίκησις θα είχεν όλον τον καιρόν, ίνα
απόρροφήση και εκδιώξη τα άλλα στοιχεία». Σύμφωνα με δήλωση του αρχηγού της
Αντιπολιτεύσεως Δάνεφ, «η αυτονομί της Μακεδονίας είναι δι’ ημάς μέσον και ουχί
σκοπός».
Οι κυβερνήσεις όμως των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων αρνήθηκαν να
αποδεχθούν το υπόμνημα του Μακεδονικού Κομιτάτου της 1 Ιανουαρίου 1899. Η
άρνησή τους ενισχύθηκε ακόμα από τις αντιρρήσεις των κυβερνήσεων της Ελλάδος
και της Σερβίας και από τις φήμες ότι επρόκειτο να ζητηθεί η εισαγωγή
μεταρρυθμίσεων στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Τουρκίας. «Το ζήτημα της εισαγωγής
μεταρρυθμίσεων εν Μακεδονία είναι κατά τας μας υπό την μελέτην των Μ. Δυνάμεων.
Πάσης αντιρρήσεως εκ μέρους ημών, προς εισαγωγήν αυτών ούσης αναρμόστου από
απόψεως εκπολιτιστικής επάναγκες είναι να προνοήσωμεν, όπως μη αποβώσιν επί
βλάβη των συμφερόντων του ελληνισμού».
Η ελληνική κυβέρνηση είχε μεν υιοθετήσει τη λύση της
διανομής των σφαιρών επιρροής των χριστιανικών κρατών της Χερσονήσου, αλλά
απαιτούσε ταυτόχρονα και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων κατά βιλαέτιον. «Το
υπουργείον είναι της γνώμης, ότι αι Μ. Δυνάμεις θα αποδώσουν έργον δικαιοσύνης,
αν εκπονήσουν το σχέδιον αυτών κατά τρόπον, ώστε έκαστον βιλαέτιον να
αποτελέσει χωριστήν επαρχίαν, τουθόπερ άλλώς είναι σύμφωνον προς το πνεύμα του
άρθρου 23 της βερολίνειου συνθήκης».
Περισσότερο έντονη στην αντίδρασή της ήταν η σερβική
κυβέρνηση: Εναντιώθηκε στην εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στις ευρωπαϊκές επαρχίες
της Τουρκίας, εάν δεν ρυθμίζονταν προηγουμένως η θέση των Σέρβων στην οθωμανική
αυτοκρατορία με την αναγνώρισή τους ως εθνικού στοιχείου ισότιμου με τους
Βούλγαρους και τους Έλληνες.
Οι Βούλγαροι, μετά την άρνηση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων να
δεχθούν το υπόμνημα του Μακεδονικού κομιτάτου, προχώρησαν στην εφαρμογή μέτρων
αναγκαίων για την επικράτησή του στην Μακεδονία: προπαγανδιστική δραστηριότητα
στους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, τρομοκρατία και δολοφονία
αντιφρονούντων, προετοιμασία εξεγέρσεως κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η προπαγανδιστική δραστηριότητα των Σέρβων στην Μακεδονία
άρχισε από το 1887. Οι συχνές διαβεβαιώσεις της σερβικής κυβερνήσεως ότι δεν θα
εναντιωνόταν στις εθνικές βλέψεις των Ελλήνων διαψεύσθηκαν από τις δηλώσεις του
πρώην Σέρβου πρωθυπουργού Carachivine το 1899: «Η ημετέρα πατρίς οφείλει να
προπαρασκευάση αυτά. Μετά της αυτής αποφασιστικότητος είτε ζώσιν εκεί μόνον
Σέρβοι, ή μόνον καθαροί Βούλγαροι ή Μογγόλοι και Κινέζοι. Και θέλει το πράξει,
διότι οφείλει, διότι είναι χρέος της»
Αν η σερβική κυβέρνηση έστρεψε την προσοχή της σερβικής
προπαγάνδας με τον σύλλογο του Αγίου Σάββα, πέρα από τα όρια στα οποία
εντοπίζονταν οι εθνικές βλέψεις των Σέρβων για να πετύχει ανταλλάγματα από τους
Έλληνες και Βουλγάρους, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί με βεβαιότητα. Είναι
όμως βέβαιο ότι η προπαγανδιστική δραστηριότητα των Σέρβων στρεφόταν προς δύο
κατευθύνσεις: Εναντίον των συμφερόντων των Βουλγάρων και εναντίον των
συμφερόντων των Ελλήνων.
Είναι λοιπόν ευεξήγητη η αντίδραση, την οποίαν επρόκειτο
να συναντήσει η σερβική προπαγάνδα στην προσπάθειά της να προσεταιρισθεί τις
σλαβόφωνες κοινότητες, ορθόδοξες ή σχισματικές, στις περιοχές όπου υπήρχαν
εθνικές βλέψεις Ελλήνων και Βουλγάρων, από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών.
Αξίζει να τονισθεί ότι, ενώ η συνεργασία Ελλήνων και Βουλγάρων ήταν δυνατή κάτω
από ορισμένες προϋποθέσεις στο Βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου, ήταν ανέφικτη στη
Μέση Μακεδονία. Η βουλγαρική κυβέρνηση απολάμβανε την ενεργό προστασία της Μ.
Βρεττανίας, της Αυστρίας και της ανοχής των Ρώσων πανσλαβιστών. Η ελληνική όμως
κυβέρνηση και το Πατριαρχείο ήσαν αποξενωμένα από κάθε προστασία των Μ.
Δυνάμεων και προφανώς μειονεκτούσαν στην προσπάθειά τους να εξουδετερώσουν την
σερβική προπαγάνδα. Στην αντίδραση όμως της βουλγαρικής και της ελληνικής
κυβερνήσεως δεν μπόρεσε η σερβική κυβέρνηση να αντιτάξει εμπόδια. Απορροφημένη
από εσωτερικούς περισπασμούς, οικονομικής και κομματικής φύσεως, δεν μπορούσε
να καλύψει τις ανάγκες της εξωτερικής της πολιτικής στα δύο μέτωπα. Η
αυστροσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1882 αποδείχθηκε ανίσχυρη να εξουδετερώσει
τις αντισερβικές διαθέσεις της αυστριακής κυβερνήσεως. Η αντίδραση της
Αυστροουγγαρίας εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου με την προστασία που
παρείχαν οι πράκτορές της στην βουλγαρική προπαγάνδα και τους Αλβανούς. Αλλά
και η βοήθεια της Ρωσίας υπήρξε κατά διαλείμματα αμφίβολη και αρνητική. Μέχρι
το 1896 οι ρώσοι πανσλαβιστές δεν βοήθησαν τους Σέρβους στη Μακεδονία, εφόσον
στρεφόταν εναντίον των βουλγάρων.
Οι Βούλγαροι, αφού εργάστηκαν για αρκετό χρονικό διάστημα
με υπομονή και ζήλο, είχαν επιτελέσει αξιοσημείωτο έργο. Οι Έλληνες επίσης
είχαν να παρουσιάσουν προνόμια και δικαιώματα, που ίσχυαν από αιώνες. Έτσι η
σερβική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αντιτάξει σοβαρή αντίσταση και για τον
πρόσθετο λόγο ότι η Αυστρία αντιμετώπιζε με δυσμένεια και εχθρότητα την
πολιτική της, η δε στάση της Ρωσίας ήταν αρνητική και αμφίβολη. Σύμφωνα με
πληροφορίες του Έλληνα πρεσβευτή στο Βελιγράδι, στον προϋπολογισμό του 1887
είχε αναγραφεί πίστωση 4 εκατομμυρίων φράγκων για την κάλυψη των εθνικών
αναγκών στη Μακεδονία.
Η σερβική κυβέρνηση, επειδή δεν μπορούσε να αποκτήσει
εθνικά οφέλη με πραξικόπημα εναντίον του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,
προσπάθησε να το καταφέρει μέσω της διπλωματικής οδού. Το 1891 απαίτησε:
1.
Το διορισμό σέρβων στην καταγωγή
επισκόπων, που θα εξαρτώνται από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
2.
Την σύσταση σχολείων και
3.
την άδεια να χρησιμοποιείται στους
ναούς και τα σχολεία των σλαβοφώνων κοινοτήτων των ευρωπαϊκών επαρχιών της
Τουρκίας η σλαβική γλώσσα.
Το αίτημα της σερβικής κυβερνήσεως στηριζόταν στην αρχή,
ότι καμμιάς εθνότητας τα δίκαια δεν πρέπει να παραβιάζονται: «Απαιτούμεν το
αυτό δικαίωμα και ως προς την σερβική εθνότητα, ήτις έχει ανέκαθεν κεκτημένα
δίκαια ιστορικά και φυσικά, άτινα ουδέποτε δύνανται να παραγνωρισθώσιν επί της
χώρας, εν η ζη και τα οποία θέλει υπερασπισθή μέχρι και της τελευταίας ρανίδος
του αίματός της. Το καθ’ ημάς δεν
διακείμεθα εχθρικώς απέναντι των δικαίων των άλλων, αρκεί να ώσιν ταύτα αληθινά
και ουχί φαντασιώδη. Αλλ’ απαιτούμεν επίσης αποφασιστικώς και ως προς τους
Σέρβους τους εν ταις Οθωμανικαίς χώραις να μη φέρεται τις ως μητριά, αλλ’
επικρατεί η σερβική ιεροτελεστία απανταχού, όπου βιούσι Σέρβοι». Τις αξιώσεις
των Σέρβων υποστήριζε η ρωσική κυβέρνηση, προβάλλοντας δήθεν ενδιαφέρον για την
ορθοδοξία. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις
αξιώσεις των Σέρβων. Αντέταξε το επιχείρημα ότι αντιστρατεύονταν στο καθεστώς
που ίσχυε από αιώνες. Φρόντισε ακόμα να εναρμονίσει τις παραχωρήσεις στη Σερβία
προς τα εθνικά συμφέροντα.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1895-1897 τα αποτελέσματα της
σερβικής προπαγάνδας υπήρξαν πιο σημαντικά. Σ’ αυτό βοήθησαν και τα εξής
γεγονότα: Η Υ. Πύλη, μετά την εισβολή ανταρτικών ομάδων στο μακεδονικό έδαφος
το 1896 και του ελληνοτουρκικού πολέμου, φάνηκε πιο διαλλακτική στις σερβικές
αξιώσεις. Η ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως σε οδηγίες της προς το
Προξενείο των Σκοπίων τονίζει τα εξής: «Ημείς υπερμαχούμεν της αρχής, όπως
αποκρουσθή η χρήσις της σλαβικής γλώσσης εν τοις ναοίς.Εάν δεχώμεν να ψάλλουν
σλαβιστί εις τον έναν χορόν ή την εναλλαξ τέλεσιν της λειτουργίας ελληνιστί και
σλαβιστί, καθιερούμεν την αρχήν παραδοχής της σλαβικής γλώσσης εν τοις ναοίς,
ήν αρχήθεν επολεμήσαμεν και δέον να πολεμούμεν εν τω μέλλοντι μετά της αυτής
επιμονής». Το πρόγραμμα όμως του Πατριάρχου Ανθίμου Ζ΄ «αποβλέπει εις την
ενίσχυσιν των αλλοφύλων ορθοδόξων και δη των Σέρβων, έστω και επί μεγίστη βλάβη
των ελληνικών συμφερόντων».
Η παραχώρηση στους Σέρβους ελληνικού ναού στη Θεσσαλονίκη,
η άδεια να τελούν στα σλαβικά τη λειτουργία σε ελληνικό ναό, παρά την ανοχή του
Πατριαρχείου, δεν πραγματοποιήθηκε το 1895, διότι αντέδρασεν ο μητροπολίτης και
κάτοικοι της Θεσσαλονίκης. Εθνικά πλεονεκτήματα πέτυχαν οι Σλάβοι στο
Κοσσυφοπέδιο.
Η προπαγανδιστική δραστηριότητα της Ρουμανικής κυβερνήσεως
στην Μακεδονία στηρίζεται σε δύο ασφαλή δεδομένα: την προστασία της Τουρκίας
και την βοήθεια της συμμάχου από το 1883 Αυστρίας. Η Αυστρία ενδιαφερόταν να
απομακρύνει το ενδιαφέρον της Ρουμανικής κυβερνήσεως από το πλήθος των
αλυτρώτων, που ζούσαν στο κράτος της, γι’ αυτό και φρόντισε να ενθαρρύνει το
ενδιαφέρον της στους Κουτσοβλάχους της Μακεδονίας. Η Τουρκία υπελόγιζε ότι σε
περίπτωση ανάγκης θα προτιμούσε να στηριχθεί στην Ρουμανία, της οποίας οι
στρατιωτικές δυνάμεις ήσαν άρτια οργανωμένες. Εκτός όμως από την προστασία των
δύο αυτών Δυνάμεων, μεγάλη βοήθεια στους πράκτορες της ρουμανικής εθνικής ιδέας
πρόσφεραν οι Ουνίτες, οι Βούλγαροι και οι Αλβανοί. Οι Ρουμάνοι στην αρχή
αντιμετώπισαν με δυσπιστία τους Βουλγάρους. Η συνεργασία όμως με τους άλλους
ήταν αναμφισβήτητη και φανερή.
Στην προσπάθεια των πρακτόρων της ρουμανικής εθνικής ιδέας
αντέδρασαν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η ελληνική Κυβέρνηση. Το Πατριαρχείο
αντέδρασε έντονα στην παραχώρηση κάθε ευκολίας εκκλησιαστικής ή εκπαιδευτικής
φύσεως στους ρουμανίζοντςε Κουτσοβλάχους της Μακεδονίας, εφόσον δεν είχαν
επίσημα αναγνωρισθεί από την Πύλη ως αυτοτελή εθνότητα, ούτε είχαν το δικαίωμα
ιδιαίτερης εκκλησιαστικής εκπροσωπήσεως παρά μόνο μέσω του Πατριαρχείου. Η
χρήση της ρουμανικής γλώσσας στους ναούς και η σύσταση σχολείων ρουμανικών,
ήταν κανονικά δυνατή μόνο με την άδεια ή την αίτηση του Πατριαρχείου. Οι
παραβάτες αυτού του κανόνα, εάν γίνονταν ιερείς, μπορούσαν να καθαιρεθούν, τα
δε σχολεία ως αντικανονικώς λειτουργούντα να μην αναγνωρισθούν από την
Οθωμανική κυβέρνηση.
Παρά ταύτα όμως οι πράκτορες της ρουμανικής εθνικής ιδέας
προσφεύγουν στα ίδια μέσα, στα οποία προσέφυγαν και οι Βούλγαροι:
1. Σύσταση
σχολείων, στα οποία οι μαθητές φοιτούσαν με υποτροφίες.
2.
Εξαργυρισμός ιερέων και προκρίτων των
βλαχόφωνων κοινοτήτων.
3.
Κατασκοπία.
Αιτήσεις των βλαχοφώνων, ορισμένων κοινοτήτων της
Μακεδονίας, από το 1889 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να τους επιτραπεί η
χρήση της ρουμανικής γλώσσας στους ναούς και τα σχολεία συνάντησαν σοβαρή
αντίδραση από το Πατριαρχείο.
Η ρουμανική προπαγάνδα σημείωσε αξιόλογη πρόοδο κατά την
περίοδο 1878-1895 λόγω της προστασίας της Υ. Πύλης και της αδιαφορίας μέρους
αρχιερέων: Ο αριθμός των σχολείων αυξήθηκε σημαντικά.
Από το 1898 η ρουμανική κυβέρνηση, σύμφωνα με δηλώσεις του
Υπουργού Παιδείας Χάρετ στη Βουλή, πεπεισμένη ότι τα αποτελέσματα της
προπαγανδιστικής δραστηριότητας στους Κουτσοβλάχους της Μακεδονίας ήσαν πενιχρά
έδειξε διαλλακτικές διαθέσεις και πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση συνεννόηση
για το Μακεδονικό ζήτημα. «Η ρουμανική κυβέρνηση εποιήσατο ημίν προτάσεις περί
συνεργασίας εν Μακεδονία προβούσα μάλιστα μέχρι της δηλώσεως, ότι αποδοκιμάζει
το έργον του Μαργαρίτου και των μισθαρνών οργάνων της προπαγάνδας». Η ελληνική
κυβέρνηση συνιστούσε στους προξένους στην Μακεδονία «όπως πάσα καταβληθή
προσπάθεια, ίνα μη δημιουργώνται μεταξύ του βλαχικού και του ημετέρου στοιχείου
αφορμαί δυνάμεναι να προκαλώσιν ασκόπως ερεθισμόν των πνευμάτων ή
παρεξηγήσεις».
Προοίμιο της επικείμενης συνεννοήσεως των δύο κρατών
υπήρξε η συνομολόγηση εμπορικής συμβάσεως τον Δεκέμβριο του 1900 και η
αναγνώριση των ελληνικών κοινοτήτων ως νομικών ηθικών προσώπων στην Ρουμανία.
Οι εθνικές βλέψεις των Αλβανών δεν εντοπίζονταν μόνο στα
αναμφισβητήτως κατοικούμενα απ’ αυτούς διαμερίσματα της χερσονήσου του Αίμου,
αλλά και πέραν αυτών. Είναι λοιπόν φανερό ότι η προπαγάνδα των Αλβανών
στρεφόταν εναντίον των Σέρβων στην Παλαιά Σερβία, των Ελλήνων στην Ήπειρο και
Κορυτσά και των Βουλγάρων στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου. Από το 1885 είχε
συσταθεί στο Βουκουρέστι αλβανικός σύνδεσμος, ο οποίος βρισκόταν σε διαρκή
επικοινωνία με τους αλβανούς φυλάρχους, από τους οποίους ο διασημότερος ο
Αλή-μπέης κατά τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου εθεωρείτο «ως ο μόνος αίτιος
πάσης δυσπραγίας των χριστιανών και ο υποστηρίζων τους ληστάς και πάντας τους
κακούργους της περιφερείας εκείνης, δι’ ων εμποιεί τοις χριστιανοίς τον
τρόμον».
Τα μέσα, που χρησιμοποιήθηκαν από την αλβανική προπαγάνδα,
για την διάδοση της αλβανικής εθνικής ιδέας ήσαν: η εκδοση της εφημερίδας
«Αlbania» στις Βρυξέλλες και της «Nationale Albanese» στη Ρώμη από το 1896. Η
σύσταση σχολείων, όπου διδασκόταν αποκλειστικά η αλβανική γλώσσα. Η δίωξη των
αντιφρονούντων από αλβανικές συμμορίες.
Η εθνικιστική κίνηση των Αλβανών δεν προσέλαβε την ίδια
έκταση και ένταση με την εθνικιστική κίνηση των άλλων βαλκανικών κρατών. Αυτό
οφείλεται: 1) στο γεγονός ότι η χώρα τους αποτελούσε οργανικό τμήμα της οθωμανικής
αυτοκρατορίας κάτω από τον διαρκή έλεγχο των οθωμανών υπαλλήλων, 2) στην
αναρχία που επικρατούσε και 3) στην βαθειά πολιτιστική και θρησκευτική
αντίθεση.
---------------------------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ
Το ενδιαφέρον της Σερβίας ήταν
λιγότερο για τη Μακεδονία καθώς ο κύριος στόχος της ήταν η Βοσνία και η
Ερζεγοβίνη. Όμως μετά το συνέδριο του Βερολίνου τα πράγματα άλλαξαν. Με τη
βοήθεια της Αυστρίας συγκρούστηκε με τη Βουλγαρία στον πόλεμο του 1885 για χάρη
των βλέψεών της στη Μακεδονία. Έπειτα όμως από την ήττα της, συνειδητοποίησε
ότι η Μακεδονία σύντομα θα ακολουθούσε την πορεία της Ανατολικής Ρωμυλίας. Έτσι
προετοιμάστηκε για μια έντονη προπαγανδιστική εκστρατεία. Στα τέλη του 1890 οι
Σέρβοι είχαν ιδρύσει περίπου 100 σχολεία στο Κόσσοβο με 5.000 μαθητές. Εν τω
μεταξύ το 1889 ο Μίλαν παραιτήθηκε υπέρ του 13ετούς υιού του Αλεξάνδρου και την
κυβέρνηση ανέλαβε ο ριζοσπάστης Ν. Πάσιτς. Αυτός πραγματοποίησε στροφή προς τη
Ρωσία και το 1890 πήγε στην Πετρούπολη, όπου και παρασημοφορήθηκε. Οι Ρώσοι τον
διαβεβαίωσαν, όπως άλλωστε και τον βασιλέα του τον επόμενο χρόνο, ότι θα
υποστηρίξουν τις Σερβικές αξιώσεις στη Μακεδονία. Ο Πάσιτς όμως δεν ήταν
απόλυτα ικανοποιημένος. Έτσι το καλοκαίρι του 1889 πήγε στη Σόφια επιδιώκοντας
μια Σερβοβουλγαρική συμφωνία με βάση τον καθορισμό των απαιτήσεων κάθε χώρας
στην Μακεδονία και την ενωμένη επίθεση κατά της Τουρκίας. Ήταν μια θαυμάσια
ευκαιρία αυτή για τη σύναψη Συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών, που θα μπορούσε να
χρησιμεύσει σαν πυρήνας για ευρύτερο Βαλκανικό Σύνδεσμο, εφόσον ο Τρικούπης
ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος σε μια τέτοια ιδέα.
Ο Stabulov όμως, που μέχρι το 1894
διηύθυνε την τύχη της Βουλγαρίας, δεν ευνοούσε κανέναν αντιτουρκικό Συνασπισμό.
Η πολιτική του στηριζόταν στην φιλία με την Τουρκία, ώστε να μπορεί να
υπολογίζει στην Τουρκική συγκατάθεση, για μια ειρηνική εισβολή της Βουλγαρίας
στη Μακεδονία. Αν αυτό το πρόγραμμα συνεχιζόταν χωρίς διακοπή για μερικά χρόνια
ακόμα, τότε ολόκληρη η επαρχία θα ήταν ώριμη για προσάρτηση με τη Βουλγαρία,
χωρίς να χρειαστεί να προσαρτηθούν μερικά κομμάτια της σε άλλα κράτη. Έτσι ο
Stabulov απάντησε στον Πάσιτς ότι δεν υπήρχε περίπτωση να περιορίσει η χώρα του
τις αξιώσεις της στη Μακεδονία και ότι ο λαός της επαρχίας αυτής έπρεπε να έχει
τη δυνατότητα να αποφασίσει μόνος του για την τύχη του. Τόνισε ακόμα ότι μια
Βαλκανική συμμαχία εναντίον της Τουρκίας του ήταν ανεπιθύμητη. Έσπευσε μάλιστα
να ανακοινώσει αυτές τις σερβικές προτάσεις στην Πύλη παίρνοντας σαν ανταμοιβή
το δικαίωμα να διορίζει Βουλγάρους επισκόπους στις επισκοπές της Μακεδονίας.
Έτσι κάθε πιθανότητα Σερβο-βουλγαρικής συνεννοήσεως αποκλείστηκε, ενώ οι
σχέσεις των δύο χωρών χειροτέρευαν καθημερινώς και το Βελιγράδι έγινε τόπος
συγκεντρώσεως των εχθρών του Stabulov.
Έπειτα από αυτά οι Σέρβοι στράφηκαν
προς την Ελλάδα και τον Ιούνιο του 1890 άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους
Έλληνες αντιπροσώπους του Βελιγραδίου και της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Σέρβοι όμως είχαν υπερβολικές
αξιώσεις πάνω στη Μακεδονία κυρίως και έτσι η ελληνική κυβέρνηση άφησε τις
διαπραγματεύσεις να ατονίσουν. Σε περίπτωση που θα υπεγράφετο Βαλκανική
Συμμαχία, η Ελλάδα είχε αποφασίσει να περιληφθεί και η Βουλγαρία γιατί αυτή
εθεωρείτο σαν ο πιο επικίνδυνος
αντίπαλος σχετικά με το ζήτημα της Μακεδονίας. Ο Τρικούπης παρακολουθούσε με
προσοχή την κατάσταση στη Βαλκανική και από εμπιστευτικές πληροφορίες μάθαινε
τις ζυμώσεις στο εσωτερικό της Βουλγαρίας και στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Έτσι
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε 5-10 χρόνια ήταν βέβαιο πως οι Τούρκοι θα
αποχωρούσαν από τα Βαλκάνια. Γι’ αυτό θέλησε να χρησιμοποιήσει το Μακεδονικό
ζήτημα υπέρ του Κρητικού διακηρύττοντας ότι θεωρεί τους Βουλγάρους σαν τους πιο
επίφοβους ανταγωνιστές. Σε δηλώσεις του προς την εφημερίδα «Μαγχεστριανός
Φύλαξ» αναφέρει μεταξύ άλλων «…η Ελλάς είναι τώρα το μόνον κράτος της
χερσονήσου του Αίμου, το ικανόν να ακολουθήση ανεξάρτητον πολιτικήν … Ο μέγας
πόλεμος αφεύκτως θα συμβή μετά 3,5,8 έτη και η Μακεδονία θα γίνη ελληνική ή
βουλγαρική κατά τον νικησάντα».
Στην ίδια συνέντευξη ο Τρικούπης
απάντησε αρνητικά για περίπτωση Βαλκανικής Συμμαχίας λέγοντας «διατί να
διακινδυνεύσωμεν ημείς την ελευθερίαν της ενέργειαν μας συμμαχούντες με κράτη
δεσμευμένα χείρας και πόδας από τους κραταιούς γείτονάς των». Αργότερα όμως,
όταν πείστηκε για την ανθελληνική στάση της Αγγλίας, άλλαξε γνώμη. Ο Τρικούπης
ήταν ο πολιτικός, που εργαστηκε περισσότερο για μια Βαλκανική συνεννόηση
συνεχίζοντας την πολιτική του προκατόχου του Κουμουνδούρου. Οι εφημερίδες της
εποχής εκείνης κατά κανόνα επαινούσαν τις ενέργειές τους. Η «Ακρόπολις», της
11-10-1884, γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: « Ο ηγέτης ταύτης της πολιτικής καλώς
κατενόησεν αυτάς τα περιστάσεις, καλώς προβλέπει τα ενδεχόμενα να συμβώσιν εν
τη Ανατολή…Καλλίτεραν συνηγορίαν υπέρ του κ.Τρικούπη δεν ηδύνατο να κάμη ο
κ.Δεληγεώργης ειπών ότι ούτος εκ φθόνου προς τους συγχρόνους και μέλλοντας
πολιτικούς της Ελλάδος δεν θ’αφήση αυτοίς ουδέν μέγα έργον προς εκτέλεσιν, αλλά
πάντα ανέλαβεν αυτόν!…». Και αλλού: «γενική σχεδόν υπάρχει ιδέα σήμερον ότι ο
Τρικούπης είναι άνθρωπος, ον η Ελλάς επερίμενεν όπως πραγματοποιήση την μεγάλην
ιδέαν και εξασφάλιση το μέλλον αυτής». Ακόμα: «Ο κ. Τρικούπης είδεν ότι εγγύς
τυγχάνει η νυξ του Σλαυϊσμού. Απήτησε θυσίας. Επέβαλε αλγηδόνας. Επεδίωξεν την
βίαιαν πρόοδον αφ’ ού δεν έμενεν καιρός προς όμαλήν τοιαυτήν. Εβασίσθη
εσφαλμένως επί της παροιμιώδους εθελοθυσίας του Έλληνος …». « …Η Ελλάς ουδέποτε δύναται να επιτρέψη την πρόοδον οιασδήποτε
φυλής εν Μακεδονία».
Ο Κλαύδιος Βισναί έγραφε στη
«Σύγχρονη Επιθεώρησιν» του Λονδίνου: « Η προσάρτησις της Θεσσαλίας και ενός
τμήματος της Ηπείρου δεν εκόρεσεν την ελληνικήν φιλοδοξίαν, πρώτον δ’ άρθρον
του πολιτικού συμβόλου του κ. Τρικούπη είναι νυν ότι η κατοχή της Θεσ/νίκης
αποβαίνει απαραιτήτος τη Ελλαδι. Αλλά της Μακεδονίας αντιποιούνται ως γνωστόν
Αυστρία και Ρωσία, τούτο δε καθιστά την θέσιν των πραγμάτων ακροσγαλεστάτην…».
Χαρακτηριστικό της δημοτικότητας και του διεθνούς κύρους του Τρικούπη ήταν το
γεγονός ότι η αποτυχία του στις εκλογές του 1885 προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στη
Σοφία.
Το πρόγραμμα του βασιζόταν στο να
στερεώσει τη θέση της Ελλάδος στα Βαλκάνια αφ’ ενός και να την ανακουφίσει από
την βαρειά φορολογία αφ’ ετέρου. Στην εξωτερική του πολιτική συνάντησε την
ύπουλη διαβρωτική στάση της Βουλγαρίας και της Αυστρίας. Μάλιστα η bhτελευταία
τον κατηγόρησε στην Πύλη ότι είχε συνάψει συμμαχία με τη Σερβία και το
Μαυροβούνιο υπό την αιγίδα της Ρωσίας. Η Βαλκανική ήταν έτοιμη να αναφλεγεί
αλλ’ η πτώση του Τρικούπη ανέλαβε την έκρηξη. Μετά την αποτυχία του στις
εκλογές του 1890 και την απογοήτευσή του από την αγγλική πολιτική, ο Τρικούπης
στράφηκε στα Βαλκάνια κράτη, υιοθετώντας το δόγμα « τα Βαλκάνια εις τους Βαλκανίους».
Αποφάσισε έτσι να επισκεφτεί το Βελιγράδι και τη Σόφια, πιστεύοντας ότι σε περίπτωση πολέμου προς την Τουρκία, τα
βαλκανικά κράτη θα νικούσαν μόνο αν ήταν ενωμένα. Ως αρχηγός της
αντιπολιτεύσεως και ενός από τα δυο μεγάλα κόμματα της χώρας ώφειλε να είναι
κατατοπισμένος στην εξωτερική πολιτική των άλλων βαλκανικών κρατών.
Επωφελούμενος από την εξάμηνο διακοπή των εργασιών της Βουλής επιχείρησε την
ιστορική αυτή περιοδεία στις πρωτεύουσες των Βαλκανίων και της Δυτικής Ευρώπής
με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για
μια συσπειρωμένη ενέργεια. Το περίφημο ταξίδι του στο Βελιγράδι και τη Σόφια
έδωσε την ευκαιρία να φανεί η Βουλγαρική δολιότητα από τη μια και η πάνδημη
επιθυμία των Σέρβων για συνθήκη με την Ελλάδα από την άλλη.
Φυσικά έπειτα από τις ενέργειες
και τις ωμότητες των Βουλγάρων σε βάρος των Σέρβων και των Ελλήνων, η
συνεννόηση κατά των Τούρκων ήταν λίγο δύσκολη. Όμως η αλαζονεία και η
βαρβαρότητα των τελευταίων έναντι των Αρμενίων, Κρητών και Μακεδόνων έκανε μια
Βαλκανική Συνεργασία απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνική αποκατάσταση των λαών
της Χερσονήσου.
Κάτω από αυτό το κλίμα ο
Τρικούπης έφθασε στις 29-5-1891 στο Βελιγράδι, όπου έγινε δεκτός με
ενθουσιασμό. Επισκέφθηκε τον πρώτο αντιβασιλέα και πρώην πρωθυπουργό Ristitch,
που δέσποζε τότε στην πολιτική σκηνή της Σερβίας, τον Μητροπολίτη Βελιγραδίου,
τους υπουργούς, τους συμβούλους Επικρατείας και τους κορυφαίους των σερβικών
κομμάτων.
Αυτοί που ανταπέδωσαν την
επίσκεψη «Γνωρίζοντες αυτόν βαθύτερον και αποθαυμάζοντες το πολιτικόν τάλαντον
αυτού», όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής, και θεωρούσαν την παρουσία του
στον τόπο τους σαν ιστορικό γεγονός. Η «Νέα Εφημερίς» της 9-6-1891 έγραφε: «Εις
Ελλην με το ράβδιον του εις χείρας μόνον φέρεται αλγών ανά την Ανατολήν πάσαν,
δια μέσου των χριστιανικών λαών και τιμάται και γειραίρεται και αναπληροί, εν
ταις ημέραις ταύταις όλον το γόητρον του ελληνικού ονόματος ως ηγεμονικού από
την Ανατολή…». Στις 3 Ιουνίου του 1891 δόθηκε γεύμα προς τιμή του από τον
Εθνικό Σύλλογο Βελιγραδίου «Άγιος Σάββας» όπου παρακάθηκαν 80 άτομα, μεταξύ των
οποίων ο πρωθυπουργός της Σερβίας,
υπουργοί, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Αβακούροβιτς, ο πρόεδρος της Σερβικής
Βουλής Ντιμ. Κατιτς που τόνισε τους παλαιούς δεσμούς φιλίας μεταξύ Σέρβων και
Ελλήνων καθώς και πολλές άλλες προσωπικότητες. Ο Κάτιτς αναγνωρίσε επίσης ότι
το σερβικό έθνος πήρε τον πολιτισμό του από τους Έλληνες και χρωστάει
ευγνωμοσύνη γι’ αυτό και υπογράμμισε ότι οι δεσμοί φιλίας θα πρέπει να
διατηρηθούν και να συσφιχθούν ακόμα περισσότερο. Από αυτά φαίνεται ότι το γεύμα
πήρε «χαρακτήρα διαδηλώσεως υπέρ των Ομοσπονδιακών Ιδεών, αίτινες οσημέροαι
κερδαίνουσιν έδαφος εω Σερβία». Ο Τρικούπης ανταπάντησε στην πρόταση του Κατιτς
και άλλων σε απταίστη γαλλική λέγοντας ότι η συμμαχία του 1867 έπρεπε να
ανανεωθεί το συντομότερο για την αντιμετώπιση των κοινών πόθων, αναγκών,
προβλημάτων και κινδύνων που διέτρεχαν οι δυο λαοί.
Η φράση του περί «συμμάχου», «καλού
αδέλφου» και «φίλου» αποτελούσε μορφή κατά των κυβερνήσεων της Σερβίας κυρίως
αλλά και της Ελλάδος, γιατί δεν προνόησαν να ανανεώσουν την ισχύ της Συνθήκης
του Φεσλάου και να τη βάλουν σε εφαρμογή. Τελειώνοντας δε τον λόγον του είπε
μεταξύ άλλων: «…Μόνον την αλληλεγγύην των δικαίων, των εθνικών μας συμφερόντων
και των πόθων, τους οποίους εκληρονομήσαμεν μετά της ζωής, ας έχωμεν ως
σύμβολον…Εις ημάς και εις υμάς μόνους εναπόκεινται αι θυσίαι, εις ημάς δε
μόνους πρέπει να περιέλθη η τιμή του εγχείρηματος. Η σχετική πρωτοβουλία πρέπει
να ληφθεί και το έργον να επιδιωχθή από κοινού μέχρι του τελικού σκοπού δια
μόνων των συνηνωμένων δυνάμεών μας…».
Θερμή ήταν η απάντηση-προσφώνηση
του προέδρου του Σερβικού Εθνικού Συλλόγου Νικολάγιετς, του Πιροσάνατς του
συνταγματάρχη Δραγάτσοβιτς και του μέλλοντος πρωθυπουργού Πάσιτς. Ο ιστορικός
λόγος του Τρικούπη στο γεύμα εκείνο, που δημοσιεύτηκε ολόκληρος στον «Ελεύθερο
Τύπο» της Βιέννης, προκάλεσε ανησυχία στην Ευρώπη. Ήταν η πρώτη φορά που
γινόταν δημόσια μια κοινή ελληνοσερβική εκδήλωση συνεννοήσεως σχετικά με το
θέμα της Μακεδονίας. Αν η πολιτική αυτή της διαβαλκανικής συνεργασίας απέδιδε
καρπούς, αυτό εσήμαινε ότι οι βαλκανικοί λαοί θα έπαυαν να αλληλομισούνται και
να γίνονται όργανα των ξένων δυνάμεων. Άρχισαν λοιπόν οι ραδιουργίες με
προεξαρχούσα την Αυστροουγγάρια, που θεώρησε το λόγο του Τρικούπη σαν απειλή
εναντίον της Βουλγαρίας. Στην «Ακρόπολιν» διαβάζουμε σχετικά: «Ο Ελεύθερος
Τύπος» της Βιέννης κρίνει αξίαν προσοχής την εις Βελιγράδιον επίσκεψιν του κ.
Τρικούπη, παραδόξως συνδέων αυτήν προς τας θρυλουμένας προσεχώς επισκέψεις του στρατηγού Ιγνατιέφ και του ηγεμόνος του
Μαυροβουνίου. Εάν ούτοι κατέλθωσιν, θα απαιτήται μεγάλη αφέλεια, όπως πλανηθή
τις ως προς την συνάφειαν των επισκέψεων. Η Ρωσία θέλει να εξεγείρη τα
βαλκανικά κράτη κατά της Βουλγαρίας και να ματαιώση παντοιοτρόπως το αυστριακόν
πρόγραμμα της ανεξαρτησίας των βαλκανικών γένων…».
Οι ελληνικές εφημερίδες
δημοσίευαν ενθουσιώδη σχόλια για τις προσπάθειες του Τρικούπη.
Σε συνέντευξη του προς
ανταποκριτή του Βελιγραδίου ο Τρικούπης είπε: «Η ιδέα της Βαλκανικής
Ομοσπονδίας είναι προς το παρόν απραγματοποίητος, διότι οι πόθοι των βαλκανικών
γενών αντίκεινται έτι εν πολλοίς. Αλλ’ οι εντυπώσεις μου εκ των προς τους
πρωτεύοντας πολιτικούς της χώρας ταύτης συνεντεύξεων, πείθωσιν με ότι ανά μέσων
Σέρβων και Ελλήνων υφίσταται ειλικρινής φιλία και ότι αι ζώναι της επιρροής των
και εν αυτή ταύτη τη Μακεδονία δύνανται να καθορισθώσιν προς αμοιβαίαν
ευαρέσκειαν». Και όπως έγραφε το «Άστυ», ίσως ως άμεσον αποτέλεσμα των μετά των
Σέρβων πολιτικών συνεννοήσεων του κ. Τρικούπη πρέπει να θεωρηθή είδησις
δημοσιευομένη υπό της «Εφημερίδος της Κολωνίας» καθ’ ήν η Σερβία προτίθεται μετά μικρόν να προτείνη
την συνομολόγησιν συμφωνίας, περιλαμβανούσης την Σερβίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν
και την «Ελλάδα».
Αν όμως μια τέτοια θερμή
φιλελληνική ατμόσφαιρα επικρατούσε στη Σερβία, δεν συνέβαινε το ίδιο και στη
Βουλγαρία, όπου οι ραδιουργίες της Αυστρίας είχαν βρει πρόσφορο έδαφος. Έτσι,
όταν στις 7 Ιουνίου ο Τρικούπης έφθασε στη Σόφια, έγινε δεκτός με ευγένεια μεν
αλλά όχι με τόση εγκαρδιότητα . Συναντήθηκε επανειλημμένα με τον πρωθυπουργό
Σταμπούλωφ, τον υπουργό Εξωτερικών Γκρέτσκωφ, και άλλους επισήμους, παρεκάθησε
σε επίσημο γεύμα αλλά τόσον ο ίδιος όσο και ο Σταμπούλωφ απέφυγαν κάθε δημόσια
εκδήλωση των σκέψεων τους. Παρά ταύτα ο Έλληνας πολιτικός είχε μακρές και
ευρύτατες συνομιλίες με τους Βουλγάρους κυβερνητικούς εκπροσώπους, γύρω από τις
οποίες δημιουργήθηκε ζωηρότατο
διπλωματικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Τις εγκυρότερες πληροφορίες
έδινε από τη Σόφια ο εκεί ανταποκριτής των Times, Μπάουτσερ, φίλος των
Βουλγάρων και ειδικευμένος βαλκανολόγος, που συνετέλεσε αργότερα στη σύναψη των
βαλκανικών συμμαχιών κατά της Τουρκίας τα έτη 1911-12. Ο Μπάουτσερ έγραφε στην
εφημερίδα του της 18/30-6-1891: «Η εις Βελιγράδιον και Σόφιαν επίσκεψις του κ.
Τρικούπη είναι όλως ιδιωτική…Μετά του κ.Σταμπούλωφ είχε πλείστας ευκαιρίας
συνομιλίας και αι εντυπώσεις ας απεκόμισαν αμοιβαίως υπήρξαν άρισται… Ο κ.
Τρικούπης δεν υπέβαλεν ωρισμένον σχέδιον εις τους Βουλγάρους, αφηρημένος δε
μόνο έγινεν λόγος περί ομοσπονδιακής ενώσεως των Βαλκανικών κρατών…».
«…Πρόκειται να επιτευχθή
συνεννόησις μεταξύ Ελλάδος, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας, ει δυνατόν
και Ρουμανίας προς ρύθμισιν των αξιώσεων εκάστης εις Μακεδονίν και όταν επιστή
η κατάλληλος στιγμή να ενώσουν τας προσπάθειας των …Οι πρωτεργάται της κινήσεως
πιστεύουν ότι αν εξασφαλισθή η ουδετερότης των Μεγάλων Δυνάμεων, Η Τουρκία θα
ενδώση ειρηνικώς και θα εγκαταλειψη την Μακεδονίαν διατηρούσα μόνον την
Κων/πολιν… Η Βουλγαρική κυβέρνησις εις τας νύξεις ταύτας δεικνύει την
χαρακτηρίζουσαν αυτήν επιφυλακτικότητα… Εν τούτοις δεν θα εγκαταλείψει την
Τουρκίαν, εάν αύτη ανακινήση αφ’ εαυτής το ζήτημα της συμφώνως προς την
Βερολίνειον Συνθήκην παραχωρήσεως μεταρρυθμίσεων τοπικής αυτονομίας εις
Μακεδονίαν… Εάν αύτη (η Τουρκία) πράξη το καθήκον της, δύναται να υπολογίζη επί
της συνδρομής της Βουλγαρίας…». Η ανταπόκριση αυτή ήταν και ένας έμμεσος
εκβιασμός προς την Τουρκία, να ικανοποιήση τις Βουλγαρικές αξιώσεις, αν ήθελε
να σώση τις ευρωπαϊκές κτήσεις της. Ο Σταμπούλωφ απέδωσε επίτηδες μεγάλη
σημασία στο ταξίδι του Τρικούπη χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τον Άγγλο
ανταποκριτή για να πετύχει ανταλλάγματα από την Πύλη ενώ συγχρόνως διαβίβαζε
προς την Κωνσταντινούπολη την πληροφορία ότι δήθεν ο Τρικούπης του πρόσφερε
μερίδιο της Μακεδονίας αλλά αυτός απέκρουσε με γενναιοφροσύνη την πρόταση λόγω
των φιλικών αισθημάτων του προς την Τουρκία.
Η ενέργεια αυτή του Σταμπούλωφ ήταν
ένα χοντρό τέχνασμα ανατολίτικης διπλωματίας. Κι αυτό γιατί ο Τρικούπης δεν
είχε καμία επίσημη ιδιότητα για να κάμει τέτοιου είδους προτάσεις και επομένως
δεν είχε ο Σταμπούλωφ την ευκαιρία να τις απορρίψει. Ο Έλληνας πολιτικός όμως
δεν ήταν τόσο αφελής για να μην καταλάβει την παγίδα. Γνώριζε από καιρό τα
σχέδια των Βουλγάρων και γι’ αυτό δεν έκαμε καμία είδους πρόταση. Απλώς
συζήτησε μαζί τους την κατάσταση στα Βαλκάνια και την ανάγκη συσπειρώσεων των
βαλκανικών κρατών. Οι ξένες εφημερίδες πάντως με προεξάρχοντα τον «Χρόνο» του Παρισιού,
έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους εξετάζοντας την όλη υπόθεση με αμεροληψία και
αντικειμενικότητα. Στην Τουρκία, το μυθιστόρημα του Σταμπούλωφ δεν έγινε
πιστευτό, γιατί ο Τούρκος πρέσβυς στη Σόφια καθώς και ο Άγγλος Ο’ Κόννορ και ο
Ιταλός Συνάζ είχαν σπεύσει να πληροφορήσουν την Πύλη ότι τίποτε δεν ήταν
αλήθεια. Ο Σταμπούλωφ, για να καταφέρει να γίνει πιστευτός, προέβη σε θρασύτατη
επιβεβαίωση των «προτάσεων Τρικούπη» με το επίσημο όργανό του «Σβομποντά» κατά
τα τέλη Ιουλίου, ενάμισυ μήνα δηλαδή έπειτα από τα γεγονότα, δίνοντας έτσι την
απόδειξη ότι ο μύθος χαλκεύθηκε στη Σόφια για να διαβληθεί η Ελλάδα και να
συσφιχθούν οι Βουλγαροτουρκικές σχέσεις.
Ο Τρικούπης εν τω μεταξύ,
ευρισκόμενος στο Παρίσι, συναντήθηκε με τον Σέρβο αντιβασιλέα, ενώ ταυτόχρονα
με δηλώσεις του στη γαλλική εφημερίδα «Si`ecle» διέψευδε τους βουλγαρικούς
ισχυρισμούς. Ο Τρικούπης σκεπτόμενος ορθά νόμισε ότι έπρεπε να επισκεφθεί τα
δύο γειτονικά προς την Ελλάδα κράτη, μετά των οποίων ίσως θα ερχόταν η χώρα σε
μεγάλη συνάφεια εχθρική ή φιλική στο μέλλον. Τα υπέρ της Βαλκανικής συνεργασίας
κηρύγματα του Τρικούπη όχι μόνο δεν αντιτίθεντο προς την όλη εξωτερική πολιτική
του έθνους και δεν την έβλαπταν αλλά αποτελούσαν ένα ακόμα οχύρωμα στην
ανδροπρεπή κατεύθυνση που ήθελε να ακολουθήσει η Ελλάδα αναδιοργανουμένη στον
εσωτερικό και στον στρατιωτικό τομέα.
Οι προτάσεις του Τρικούπη ελήφθησαν
υπ’ όψη από τους Σέρβους με σοβαρότητα πολύ μεγαλύτερη από αυτή των Βουλγάρων.
Έτσι η Σερβική κυβέρνηση έστειλε στην Αθήνα τον Σέρβο πρώην Υπουργό Θρησκευμάτων
Vladan Georgevich, για την υπογραφή συμμαχίας. Όμως η ελληνική κυβέρνηση
θεωρούσε μια τέτοια συμμαχία ανώφελη αν δεν μετείχαν και οι Βούλγαροι. Επιπλέον
ήταν κάπως δυσαρεστημένη με τα αποτελέσματα της σερβικής προπαγάνδας στη
Μακεδονία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι η κάθοδος ομάδας Σέρβων
φοιτητών στην Αθήνα αναβλήθηκε, γιατί η ελληνική πλευρά φοβήθηκε ότι κάτι
τέτοιες κοινές ελληνοσερβικές επιδείξεις στρεφόμενες έμμεσα κατά της Βουλγαρίας
θα ερέθιζαν τα πνεύματα. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, η Ελληνική κυβέρνηση
έσπευσε να πληροφορήσει τον Αυστριακό αντιπρόσωπο για τις συνομιλίες που είχαν
διαμοιφθεί. Αντίθετα η Σερβία επιδίωκε με κάθε τρόπο τη σύναψη συμφωνίας και
μάλιστα είχε υποβάλλει και ένα σχέδιο συνθήκης στην Αθήνα. Το σχέδιο αυτό
προέβλεπε σύμπραξη των δύο κυβερνήσεων κατά του εξαρχάτου και της βουλγαρικής
προπαγάνδας στη Μακεδονία. Η σερβική σφαίρα επιρροής ήταν τα βιλαέτια Κοσσόβου
και Μοναστηρίου και το βόρειο μέρος του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης, ενώ τα
υπόλοιπα θα έμεναν στην Ελλάδα. Οι δύο χώρες θα προπαγάνδιζαν παντου «…την ιδέα
ότι στη Μακεδονία υπάρχουν μόνο Σέρβοι και Έλληνες».
Οι έλληνες θα έπρεπε –σύμφωνα
πάντοτε με το σερβικό σχέδιο- να ασκήσουν την επιρροή τους στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο για να βοηθήσει στην ίδρυση σερβικών σχολείων στη Μακεδονία και οι
Σέρβοι θα έδιναν σαν αποζημίωση στον Πατριάρχη ένα επίδομα. Τέλος η διοίκηση
του μοναστηρίου Hilandar στο Άγιο Όρος θα μετατρέπετο από βουλγαρική σε σερβική
και ακόμα Σέρβοι επίσκοποι θα διορίζονταν στις επισκοπές Prizren και Uskub. Από
το σχέδιο αυτό όμως τίποτα δεν εφαρμόστηκε. Η έλλάδα φοβόταν ότι μία ελληνθκή
συμμαχία θα οδηγούσε μοιραία σε μια Βουλγαρο-τουρκική σύμπραξη και έτσι
απέρριψε τις σερβικές προτάσεις ζητώντας ευρύτερα φυσικά όρια. Έτσι τον
Ιανουάριο του 1893 οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν. Η Σερβία βρέθηκε τότε σε
δύσκολη θέση και αποφάσισε να στραφεί προς την Τουρκία, η οποία έδειξε ένα
σχετικό ενδιαφέρον για τα σερβικά αιτήματα και έδωσε την άδεια να ιδρυθούν
σερβικά σχολεία στο Κόσσοβο. Μάλιστα ο Σουλτάνος προσκάλεσε τον ηγεμόνα της
Σερβίας στην Κωνσταντινούπολη, πράγμα που οι Σέρβοι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν.
Η σερβική αυτή απότομη προσέγγιση προς την Τουρκία μπορεί εύκολα να εξηγηθεί
από το ότι η Σερβία βρισκόταν μπροστά σε μια πολύ επικίνδυνη βουλγαρική
εξάπλωση στη Μακεδονία και την οποία ήθελε με κάθε τρόπο να εμποδίσει. Ο
βασιλιάς Αλέξανδρος πράγματι πήγε στην Κων/πολη αλλά δεν μπόρεσε να πετύχει
τίποτε το ουσιαστικό. Τα πράγματα πήγαιναν άσχημα και στο εσωτερικό της Σερβίας
με αποτέλεσμα η χώρα να έχει εξασθενήσει σημαντικά και στην εξωτερική της
πολιτική.
Εν τω μεταξύ οι Βούλγαροι κάνουν και
πάλι στροφή στην εξωτερική τους πολιτική. Ο Σταμπούλωφ επισκέπτεται τον
Σουλτάνο στην Κων/πολη και συζητά μαζί του την πιθανότητα να υπογραφεί Σύμφωνο
μεταξύ των δύο χωρών. Τον Ιανουάριο του 1894 στέλνει στην Πύλη σχετικό
υπόμνημα, το οποίο περιείχε τους εξής όρους:
1.
Υπογραφή μιας Τουρκοβουλγαρικής
αμυντικής Συμμαχίας.
2.
Διαπραγματεύσεις για εμπορικές,
τελωνειακές και ταχυδρομικές διευκολύνσεις μεταξύ των δύο χωρών.
3.
Οργάνωση των επαρχιών της Ευρωπαϊκής
Τουρκίας σε ένα αυτόνομο κράτος διοικούμενο από Τούρκο ηγεμόνα τη βοηθεία ενός
μεικτού Τουρκοβουλγαρικού υπουργείου.
4.
Αναγνώριση της Τουρκικής και
Βουλγαρικής σε σχέση ισοτιμίας σαν επίσημες γλώσσες του κράτους.
5.
Οργάνωση στρατού αποτελουμένη από
Τούρκους και Βουλγάρους.
6.
Αυστηρή εφαρμογή των φιρμανιών που
είχαν σχέση με το Εξαρχάτο και τα Βουλγαρικά Σχολεία.
Όπως ήταν
φυσικό, ο Σουλτάνος δεν πήρε σοβαρά υπ’ όψη του το σχέδιο αυτό. Όμως τον Μάρτιο
του 1894, πιθανόν κάτω από πίεση της Ρωσίας, η τουρκική κυβέρνηση αναγγέλλει
την κατάργηση του δικαιώματος του Εξαρχάτου να ιδρύει και να διευθύνει τα
σχολεία. Ο Σταμπούλωφ ταράχθηκε και αμέσως ζήτησε από την Πύλη να ανακαλέσει
την διαταγή και επί πλέον να παραχωρήσει στους Βουλγάρους άλλες δύο επισκοπές
στη Μακεδονία, έπειτα από δύο μήνες, ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας τον
αντικατέστησε με τον ρωσόφιλο Στάιλωφ.
Η
Βουλγαρία άρχισε αμέσως προσπάθειες να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τη
Ρωσία. Έτσι ο Φερδινάνδος σε πρώτο βήμα έστειλε τα συλλυπητήριά του στον τσάρο
Νικόλαο Β΄ για τον θάνατο του προκατόχου του Αλεξάνδρου Γ΄ και τον Ιούλιο του
1895 έστειλε και μια αντιπροσωπία στην Πετρούπολη, την οποία ο Νικόλαος δέχθηκε
με φιλικά αισθήματα υποσχόμενος την αμέριστη συμπαράστασή του προς το
βουλγαρικό λαό. Εν τούτοις, η στροφή αυτή της Βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής
δεν κατέστησε δυνατή τη δημιουργία μιας Βαλκανικής Συμμαχίας κάτω από Ρωσική
αιγίδα. Πριν ακόμα από τη πρώτη του Σταμπούλωφ, μερικοί Βουλγαρο-μακεδόνες,
αντίθετοι προς την τουρκόφιλη πολιτική του, είχαν ιδρύσει μια μυστική,
επαναστατική επιτροπή γνωστή σαν «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωσις»
με κύριο στόχο την αυτονομία της Μακεδονίας. Η οργάνωση αυτή στρατολογούσε
άνδρες, συγκέντρωνε πολεμοφόδια και, έχοντας την συμπαράσταση της μεγάλης μάζας
του βουλγαρικού λαού, συνέχιζε το έργο της παρά τις αντιδράσεις της κυβερνήσεως
του Φερδινάνδου. Όλα αυτά θορύβησαν τους Σέρβους και τους Έλληνες με αποτέλεσμα
η διαμάχη πάνω στην πολύπαθη επαρχία να πάρει τεράστιες διαστάσεις. Τον
Νοέμβριο του 1894 δημιουργήθηκε στην Αθήνα η λεγόμενη «Εθνική Εταιρεία» με την
υποστήριξη μεγάλου μέρους αξιωματικών του ελληνικού στρατού και πολλών πλουσίων
και ισχυρών Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Βασικός
στόχος της οργανώσεως αυτής ήταν η βαθμιαία απελευθέρωση όλων των Ελλήνων που
ζούσαν κάτω από την τουρκική κυριαρχία. Άμεσο εμπόδιο στα σχέδιά της, όμως,
ήταν η αντίπραξη της βουλγαρικής οργανώσεως στη Μακεδονία και η επικίνδυνη
εξάπλωση της βουλγαρικής προπαγάνδας στην επαρχία αυτή. Έτσι κύριος στόχος της
ελληνικής οργανώσεως έγινε το να μπορέσει να εξουδετερώσει την επιρροή της
αντίστοιχης βουλγαρικής πάνω στη Μακεδονία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν
φυσικό οι επαφές μεταξύ των Βαλκανικών κρατών
να διακοπούν. Δεν έπαψαν όμως να υπάρχουν σύλλογοι και οργανώσεις που
προπαγάνδιζαν ακόμα τη Βαλκανική Συνεννόηση. Έτσι ο πρόεδρος της «Κινήσεως δια
την Βαλκανικήν Ομοσπονδία» Αργυριάδης, σε βιβλίο του που δημοσιεύθηκε σύμπραξη
του P. Lagarde στο Παρίσι, έγραφε: «Ο θάνατος του Σταμπούλωφ, η εξέγερσις εις
Μακεδονίαν, τα ατελείωτα όποια εμπόδια, τα οποία αναφέρει καθημερινώς ο Τύπος,
ελκύουν εκ νέου την στιγμήν και ο σκοπός αυτού του μανιφέστου είναι να να
δηλώση την ανάγκην δια μιαν ειρηνικήν, μια σύμπραξιν, η οποία θα ενώσει τους
βαλκανικούς λαούς και θα τους εξασφαλίση μιάν εσωτερική ελευθερίαν και μιαν
εξωτερική ανεξαρτησίαν. Η επιθυμία όλων των λαών (Ελλήνων, Ρουμάνων, Σέρβων,
Βουλγάρων, Αρμενίων κ.ά) είναι πολύ ισχυρά.
Ο
Πορτογάλος διανοούμενος Μ. Lima, διευθυντής της εφημερίδος Seculo της
Λισσαβώνας, χαιρέτησε με ενθουσιασμό την προσπάθεια αυτή για τη δημιουργία
Βαλκανικής Ομοσπονδίας και τόνιζε ότι η συναδέλφωση των λαών και η οργάνωσή
τους είναι η μόνη αληθινή βάση για την ειρήνη και την πάταξη των πολέμων. Όλες
οι ομοσπονδίες δε, θα πρέπει να
διέπονται από ενότητα μέσα στις επί μέρους διαφορές και αντιθέσεις των μελών
και από αυτονομία του κάθε λαού μέσα στο σύστημα της οργανώσεως. Ο Αργυριάδης
μιλώντας σε συνεδρίαση χαρακτήρισε σαν ιστορική σύμπραξη των βαλκανικών λαών
που θα οδηγούσε σε λύση του Ανατολικού Ζητήματος. Όλοι οι μεγάλοι πνευματικοί
και πολιτικοί ηγέτες είχαν υποστηρίξει στο παρελθόν τη συναδέλφωση των λαών σαν
τη μοναδική λύση του μεγάλου αυτού πολιτικού προβλήματος και πολλές Εταιρείες και Οργανώσεις είχαν ιδρυθεί για το σκοπό αυτό.
-------------------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΝΟΠΛΟΥ ΑΓΩΝΑ
Η πορεία
των διπλωματικών εξελίξεων σε συνδυασμό με την απήχηση της φιλοβουλγαρικής
προπαγάνδας στο εξωτερικό και την ένταση της τρομοκρατικής δραστηριότητας των
ανταρτικών ομάδων στις μακεδονικές επαρχίες, συντελούσαν στη διέγερση της
ελληνικής κοινής γνώμης και την παρώθηση της ελληνικής κυβερνήσεως στην ανάληψη
δραστικών πρωτοβουλιών. Από το 1903, δραστήριοι φορείς της κρατικής εξουσίας,
εκπρόσωποι ποικιλωνύμων συλλόγων και απλοί ιδιώτες έτειναν να συμβάλλουν με
χρηματικά κονδύλια και συντονισμένες ενέργειες στη διαφώτιση της διεθνούς
κοινής γνώμης για τα προβλήματα του ελληνισμού της Μακεδονίας και της Θράκης.
Δημοσιεύματα βασισμένα σε υπεύθυνα στατιστικά στοιχεία, ομιλίες και άρθρα
επιφανών Ευρωπαίων δημοσιολόγων υπέρ των ελληνικών δικαίων, η σύσταση
φιλελληνικών συλλόγων στο Παρίσι και το Λονδίνο, προορισμένων να ανακόψουν το
ρεύμα της φιλοβουλγαρικής προπαγάνδας, προανήγγειλαν μια νέα, περισσότερο
δυναμική, αντίληψη των εθνικών υποθέσεων.
Πέραν
όμως από την δραστηριότητα στο διπλωματικό πεδίο ή στον τομέα της διαφωτίσεως,
η ελληνική κυβέρνηση προσανατολιζόταν σταδιακά και στην ανάληψη συστηματικού ενόπλου
αγώνα. Η διοχέτευση όπλων και πολεμοφοδίων, η μεμονωμένη αποστολή εμπείρων
πολεμιστών, ιδίως Κρητικών, έδινε ήδη τη θέση της στην οργάνωση και καθοδήγηση
τοπικών ανταρτικών ομάδων από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού. Τον Μάρτιο
του 1904 αποστέλλονταν στην Δυτική Μακεδονία ο Κοντούλης, ο Παπούλας, ο
Κολοκοτρώνης και ο Μελάς, με την εντολή να διερευνήσουν τις δυνατότητες για την
συσσωμάτωση των Ελλήνων αγωνιστών σε ομάδες ικανές να αντιδράσουν μαχητικά στις
πιέσεις των κομιτατζήδων.
Η
παρώθηση της ελληνικής κυβερνήσεως στην λήψη της κρίσιμης αποφάσεως για την
οργάνωση της μαχητικής αντιστάσεως των Ελλήνων της Μακεδονίας εκδηλώθηκε κάτω
από την πίεση των πραγματικών καταστάσεων αλλά και την ενεργό πρωτοβουλία
μεμονωμένων ατόμων. Ο Ίων Δραγούμης, γραμματέας από το 1902 του ελληνικού
Προξενείου στο Μοναστήρι, δεν είχε σταματήσει να προβάλλει την επιτακτική
ανάγκη για τον συντονισμό των ενεργειών του ελεύθερου και αλύτρωτου ελληνισμού
ως πρωταρχικής προϋποθέσεως για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της καταστάσεως.
Ανάλογη ήταν προς την ίδια κατεύθυνση και η εμμονή του Γερμανού Καραβαγγέλη,
Μητροπολίτου Κορυτσάς από το 1900. Ο ακαταπόνητος όμως ιεράρχης είχεν
επιπροσθέτως συμβάλει και στην οργάνωση των πρώτων ανταρτικών ομάδων κάτω από
την καθοδήγηση τοπικών αρχηγών, όπως ο Κώττας από τα Ρούλια ή ο Βαγγέλης από το
Στρέμπενο. Επιτήδειος διπλωμάτης κατόρθωσε, σε πρώτη φάση, να επωφεληθεί από
τηνν ανησυχία της βουλγαρικής προπαγάνδας και δραστηριότητας και να εξασφαλίσει
την ανοχή του, απέναντι στις δικές του οργανωτικές και προπαγανδιστικές
πρωτοβουλίες. Το παράδειγμά του υιοθέτησαν σύντομα και οι μητροπολίτες
Φλωρίνης, Μοναστηρίου, Δράμας, και Θεσσαλονίκης και συντελούσαν στην ουσιαστική
σύμπηξη ενός πρώτου δικτύου εθνικής αντίστασης.
Η
εκδήλωση των πρώτων ενεργών πρωτοβουλιών στο χώρο της Μακεδονίας διασταυρωνόταν
χρονικά με την κινητοποίηση δυναμικών εκπροσώπων της δημόσιας ζωής στο χώρο της
ελεύθερης Ελλάδας. Ο Δημ. Καλαποθάκης, ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Εμπρός»,
ίδρυσε στην Αθήνα το «Μακεδονικό Κομιτάτο», συντονιστικό όργανο στον αγώνα «διά
την άμυναν του Ελληνισμού εν Μακεδονία, Θράκη, Ηπείρω και Αλβανία, κατά πάσης
απόπειρας προς μείωσιν του δια την επαναφοράν των χωρίων ή των ατόμων εις τας
τάξεις αυτού, όσοι ακουσίως ηναγκάσθησαν να αποσχισθώσιν ημών και ακουσίως
μένουσιν εις το σχίσμα». Η πρωταρχική συνεισφορά του κομιτάτου έμελλε να
εντοπισθεί στην προώθηση δραστηριοτήτων διπλωματικών και στρατιωτικών υπαλλήλων
στα προξενεία της Μακεδονίας και της Θράκης, στην σύντονη φροντίδα για την
αποστολή πολεμικού υλικού, την κατάλληλη στρατολόγηση και την πολύμορφη
ενίσχυση του έργου των ιερέων και των δασκάλων, σε στενή πάντοτε συνεργασία με
τις πλησιέστερες ελληνικές αρχές.
Η ανάληψη
του οργανωμένου ενόπλου αγώνα των Ελλήνων είχε ως αφετηρία την επάνοδο του
Παύλου Μελά, ως αρχηγού των ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας, το καλοκαίρι του
1904, και την σύντονη οργανωτική και πολεμική δραστηριότητά του, ως το θάνατό
του (Οκτ. 1904), τελικό έναυσμα για την καθολική αφύπνιση και αποφασιστική
ενεργοποίηση των εθνικών δυνάμεων. Πολυάριθμοι αξιωματικοί έμελλαν έκτοτε και
ως το 1908 να φέρουν σε πέρας με θαυμαστή αποτελεσματικότητα τους σκοπούς του
ενόπλου αγώνα: εξόντωση της ΕΜΕΟ και των Εξαρχικών, προστασία των χωριών και
των κωμοπόλεων, επαναφορά στο Πατριαρχείο των κοινοτήτων, που είχαν αναγκασθεί
να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, σύσταση τοπικών ομάδων για την περιφρούρηση των
εκκαθαρισμένων περιοχών, έλεγχος των οδών ανεφοδιασμού.
Στην
εφαρμογή του προγράμματος της ένοπλης αντίστασης καθοριστική ήταν η συμβολή του
ελληνικού Γενικού Προξενείου της Θεσ/νικης. Ο Λάμπρος Κορομηλάς, γενικός
Πρόξενος, βρισκόταν ουσιαστικά επικεφαλής μιας πολυπρόσωπης ιδιόμορφης
οργανώσεως από αντάρτες, κατασκόπους, και πληροφοριοδότες, οικονομικούς
χορηγούς, μυημένους ιερείς και δασκάλους, ομόθυμα αφοσιωμένους στην εθνική
υπόθεση. Η ενιαία στρατιωτική και διοικητική οργάνωση των ελληνικών σωμάτων και
η εσωτερική δύναμη του Ελληνισμού της περιοχής, από τη μια πλευρά και η
ενίσχυση στους σκοπούς και η υπερβολή στις μεθόδους βουλγαρομακεδονικού κινήματος
από την άλλη, συνετέλεσαν στην τελική, αποφασιστικά θετική για το ελληνικό
στοιχείο έκβαση της διαμάχης.
Άκαμπτη
στην απόφαση να ενισχύσει την ένοπλη αντίσταση στις Βουλγαρικές πιέσεις, η
Αθήνα αντέταξε στις Ευρωπαϊκές
δημοκρατίες ότι οι Έλληνες της Μακεδονίας διεξήγαγαν αγώνα αυτοάμυνας. Το
Υπουργείο των Εξωτερικών έτεινε ακόμα να αμφισβητεί τις πληροφορίες για τη
διέλευση ατάκτων από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, δεχόταν στην ανάγκη την
ανεπάρκεια των παραμεθορίων οργάνων ελέγχου, επεσήμανε την μη ελληνική
υπηκοότητα των πολυαρίθμων Κρητικών και Μακεδόνων ανταρτών και τέλος δεν
παρέλειπε να μνημονεύσει τα πολυάριθμα θύματα στους κόλπους της Ελληνικής
κοινότητας.
Η τακτική
της Αθήνας, ανίσχυρη να αναστείλει τις
ευρωπαϊκές διαμαρτυρίες, ανταποκρινόταν στην ανάγκη για την εξασφάλιση
πολύτιμου χρόνου, απαραίτητου για την εξουδετέρωση των πρόσφατων βουλγαρικών ή
και ρουμανικών πλεονεκτημάτων και την ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας στα
επίμαχα εδάφη. Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων ομάδων στον πολυμέτωπο
τους, επιβεβαίωνε την ουσιαστική επιτυχία του παράτολμου εγχειρήματος που είχε
αναλάβει η κυβέρνηση, με την έμμεση δυναμική της παρέμβαση στις μακεδονικές
επαρχίες.
Όταν το
καλοκαίρι του 1908 η επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων συνεπέφερε την
αναστολή της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και τη διάλυση των ανταρτικών σωμάτων, η πρότερη
εθνολογική ισορροπία είχε αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό και το ελληνικό
στοιχείο είχε ξαναβρεί αυτοπεποίθηση και το δυναμισμό του.
Πλήρης
βιβλιογραφία υπάρχει στα βιβλία του Νικολάου Κόλλια: 1.Διαβαλκανικές Σχέσεις
και ιδιαίτερα Ελληνοσερβικές 1830-1896 (Διδακτορική Διατριβή).
2. Ο Μακεδονικός παράγων αντιθέσεως των Βαλκανικών κρατών
κατά την περίοδο 1878-1900.
3. Προβλήματα στις σχέσεις Ελλάδας με τα άλλα Βαλκανικά
κράτη 1900-1912.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Η
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΝ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Μετά την
κήρυξη του πολέμου των βαλκανικών κρατών εναντίον της Τουρκίας (4 Οκτωβρίου
1912), ο Ελληνικός στρατός που ήταν έτοιμος για δράση (η επιστράτευση της 17ης
Σεπτεμβρίου είχε αποδώσει 100.000 άνδρες) κατανεμήθηκε στη Θεσσαλία και την
Ήπειρο. Οι επιχειρήσεις άρχισαν από τη Θεσσαλία τις πρωινές ώρες της 5ης Οκτωβρίου και στις 6
Οκτωβρίου οι Ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν προς τα στενά του Σαρανταπόρου, οχυρή τοποθεσία που είχε
οργανωθεί από Γερμανούς αξιωματικούς. Ύστερα από πολύνεκρη και πεισματώδη μάχη
(9-10 Οκτωβρίου) οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πρώτη γραμμή
άμυνας. Το πρωί της επόμενης ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε τα Σέρβια και στις 12
Οκτωβρίου την Κοζάνη. Στη συνέχεια ελευθερώθηκαν η Κατερίνη, η Βέροια, η Νάουσα
και η Έδεσσα και στις 19 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίθεση εναντίον
των Γιαννιτσών, από όπου οι Τούρκοι στις 23 Οκτωβρίου υποχώρησαν προς τη Θεσσαλονίκη,
στην οποία μπήκε ο ελληνικός στρατός το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου. Οι
Βούλγαροι κυρίευσαν τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Δράμα, ενώ οι Σέρβοι
κατέλαβαν το Μοναστήρι. Στις 6 Νοεμβρίου καταλήφθηκε από τους Έλληνες η Φλώρινα
και η Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου).
Με τη
Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου (17/30 Μαϊου 1913), ο Σουλτάνος υποχρεωνόταν να
παραχωρήσει στους νικητές Έλληνες, Σέρβους Βούλγαρους και Μαυροβουνίους «άπαντα
τα εδάφη της αυτοκρατορίας του εν Ευρώπη δυτικώς γραμμής διοικούσης από του
Αίνου εις το Αιγαίον μέχρι της Μηδείας εις τον Εύξεινον Πόντον εκτός της
Αλβανίας».
Το ζήτημα
εντούτοις της διανομής των εδαφών που περιέχονταν στους νικητές, δημιουργούσε
περιπλοκές, κυρίως λόγω των αιτήσεων της Βουλγαρίας. Το απόγευμα της 16ης Ιουνίου
οι Βούλγαροι επιτέθηκαν εναντίον της Νιγρίτας και το επόμενο πρωί εναντίον των
Σέρβων στη Γευγελή.
Η Ελλάδα
και η Σερβία που στις 19 Μαϊου είχαν υππογράψει στη Θεσσαλονίκη «Συνθήκη
ειρήνης, φιλίας και αμοιβαίας προστασίας», αποφάσισαν να δράσουν αμέσως. Ο
ελληνικός στρατός κατέλαβε το Κιλκίς και τον Λαχανά (21 Ιουνίου) και με τις
νικηφόρες μάχες της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου) η τελική έκβαση του αγώνα είχε
προδικαστεί. Ανάλογες επιχειρήσεις έγιναν και στο σερβικό μέτωπο, ενώ η
Ρουμανία που κήρυξε τον πόλεμο στις 27 Ιουνίου κατέλαβε την νότια Δοβρουτσά και
στις 18 Ιουλίου ο ρουμανικός στρατός βρισκόταν σε απόσταση 40 περίπου
χιλιομέτρων από τη Σόφια.
Με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28
Ιουλίου/ 10 Αυγούστου) ορίστηκαν τα σύνορα των Βαλκανικών κρατών και η
Μακεδονία, ύστερα από δουλεία πέντε αιώνων, εισερχόταν στη νέα περίοδο της
ιστορίας της, η ποία δεν έμεινε αδιατάραχτη.
Κατά τον
Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Μακεδονία υπήρξε ένα από τα θέατρα επιχειρήσεων και η
Θεσσαλονίκη έγινε έδρα των Συμμάχων (2 Οκτωβρίου 1915), μετά την ήττα της
Σερβίας από τις γερμανοαυστριακές και τις βουλγαρικές δυνάμεις.
Το
Δεκέμβριο του 1915 οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι πέρασαν τα ελληνικά σύνορα. Την
άνοιξη του 1916, οι Βούλγαροι κατέλαβαν την ανατολική Μακεδονία ως τις ακτές
του Αιγαίου και αργότερα κατέλαβαν την Φλώρινα, που ανακαταλήφθηκε στις 25
Σεπτεμβρίου. Μετά την διαφωνία του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κων/νο
για την συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, ο Βενιζέλος
σχημάτισε στην Ελλάδα Επαναστατική Κυβέρνηση (9 Σεπτεμβρίου 1916) και οι
στρατιωτικές μονάδες που προσχώρησαν στο κίνημα άρχισαν να συμμετέχουν στις
επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου, στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Στις 29
Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία υπέγραψε την ανακωχή στη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκε να
αποσυρθεί από τα εδάφη που είχε καταλάβει το 1915.
Μετά την
Μικρασιατική καταστροφή, στην Μακεδονία με την ανταλλαγή των πληθυσμών
εγκαταστάθηκαν περίπου 650 χιλιάδες πρόσφυγες, κυρίως στην κεντρική και δυτική,
που προέρχονταν από τη Μικρά Ασία, τη Θράκη, τη Βουλγαρία και τον Καύκασο. Κατά
τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πρόσφυγες αυτοί συνετέλεσαν στη διαμόρφωση νέων
οικονομικών και κοινωνικών συσχετισμών.
Με την
εγκατάσταση των προσφύγων επετεύχθη η εθνική ομογένεια στην Μακεδονία. Οι
Βούλγαροι όμως επιζητούσαν ευκαιρίες για να δημιουργήσουν προβλήματα στην
ελληνική Μακεδονία. Η έξοδος στο Αιγαίο ήταν το όραμά τους το οποίο κατ’
επανάληψη είχαν πετύχει προσωρινά.
Κατά τη
διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής, Βουλγαρικός στρατός και άτακτα σφύθη
Κομιτατζήδων εισέβαλαν στη Μακεδονία και την λεηλάτησαν. Με την πτώση του αξόνα
απεσύρθηκαν και ανέμεναν ότι θα τιμωρηθούν αυστηρά από τους συμμάχους. Τελικά
διατήρησαν τα σύνορά τους.
Το
Μακεδονικό έλαβε ιδιαίτερη τροπή με την επικράτηση του Τίτο, 1945-1946, στην
Γιουγκοσλαβία. Ο Τίτος, Κροάτης, για να μειώσει την δύναμη των Σέρβων διαίρεσε
την Γιουγκοσλαβία σε έξι δημοκρατίες και δύο αυτόνομες επαρχίες και δημιούργησε
ένα ομόσπονδο κράτος. Οι δημοκρατίες ήσαν: Η Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία, Ερζεγοβίνη,
Μαυροβούνιο, Σερβία και Μακεδονία. Αυτόνομες ηγεμονίες ήταν δε το Κόσσοβο και η
Βοϊβοντίνα.
Υπήρχε
μυστική συμφωνία με τον Δημητρώφ να ενωθεί και η Βουλγαρία αλλά αντέδρασαν οι
Βούλγαροι αξιωματικοί και δεν πραγματοποιήθηκε η ένωση.
Η
Δημοκρατία της Μακεδονίας περιελάμβανε την περιοχή της Μακεδονίας του Βαρντάρ
(Αξιός). Η Μακεδονία είχε διαιρεθεί το 1912 σε Μακεδονία του Αιγαίου, την οποία
προσάρτησε η Ελλάδα, Μακεδονία του Βαρντάρ (126.000 τετρ. χιλιόμετρα), η οποία
υπήχθη στην Γιουγκοσλαβία και σε Μακεδονία του Πυρήν (6.000 τετρ. Χιλιόμετρα),
η οποία υπήχθη στη Βουλγαρία.
Υπήρχε
μυστική συμφωνία του Τίτο με τους ηγέτες του κομμουνιστικού κόμματος Ελλάδας,
να υπαχθεί και η Ελληνική Μακεδονία στην Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβικής
Μακεδονίας. Αλλά επειδή φοβήθηκαν οι ηγέτες την αντίδραση του λαού,
υπανεχώρησαν και έτσι διατηρήθηκε η ελληνικότητα της Μακεδονίας. Αν και υπήρχε
τέτοιας έκτασης αντίδραση, θα ήταν αδύνατη, εκ των πραγμάτων η ένωση.
Τα
προβλήματα που αντιμετωπίζει τώρα η Ελλάδα με τους Σκοπιανούς είναι η
αλυτρωτική προπαγάνδα τους και η οικειοποίηση του ονόματος και της ιστορίας
της, αντίθετα με την ιστορική αλήθεια.
Η Πρώην
Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από σύνθετη εθνική
δομή. Η μεγαλύτερη ομάδα που αυτοαποκαλούνται Σλαβομακεδόνες (πάνω από το 50%
του πληθυσμού) είναι απόγονοι σλαβικών φυλών μετακινήθηκαν στην περιοχή μεταξύ
6ου και 8ου αιώνα μ.Χ. Η γλώσσα τους σχετίζεται στενά με
τη Βουλγαρική και χρησιμοποιούν το Κυριλλικό αλφάβητο. Ωστόσο στην χώρα
υπάρχουν και σημαντικές μειονότητες. Η πολυπληθέστερη από από αυτές (πάνω από
1/6 του πληθυσμού) είναι Αλβανοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των
αρχαίων Ιλλυρίων. Ζουν στα βορειοδυτικά, κατά μήκος των συνόρων με την Αλβανία
και την κατοικούμενη, κυρίως από
Αλβανούς σερβική επαρχία του Κοσσυφοπεδίου (Κοσσόβου). Οι Αλβανοί αποτελούν την
πλειονότητα των κατοίκων σε τουλάχιστον 3 από τους 32 δήμους της Π.Γ.Δ.Μ.
(ιδιαίτερα στο Τέτοβο και το Γκοστίβαρ) και οριακά την μειονότητα σε άλλους 7.
Οι Βλάχοι αποτελούν κατάλοιπο παλαιότερου εποικισμού και μιλούν μια γλώσσα η
οποία μοιάζει παραπάνω με την Ρουμανική. Οι περισσότεροι ζουν στην παλιά ορινη
πόλη Κρούσεβο. Η Τουρκική μειονότητα, απομεινάρι των 500 χρόνων κατοχής από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία, είναι διασκορπισμένη στο κεντρικό και το δυτικό τμήμα
της Π.Γ.Δ.Μ. Με την ίδια περίοδο σχετίζονται και οι Τσιγγάνοι καθώς και κάποιοι
που αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ως μουσουλμάνοι.
Με κριτήρια τη γλώσσα, τη θρησκεία
και την ιστορία μπορεί κανείς βάσιμα να θεωρήσει τους Σλαβομακεδόνες ως
Βουλγάρους ή σε μικρότερο βαθμό ως Σλάβους και οι δυο εθνότητες είχαν περιόδους επιρροής στην περιοχή
(ιδιαίτερα η Σερβία μετά το 1918), κατά συνέπεια εξακολουθούν να υπάρχουν
κοινότητες Σέρβων (ιδιαίτερα στο Κουμάνοβο
και τα Σκόπια) και Βουλγάρων.
Πλήρης
βιβλιογραφία υπάρχει στα βιβλία του Νίκου Κόλλια:
1.
Διαβαλκανικές σχέσεις 1912-1914 και
Διαβαλκανικές σχέσεις 1914-1940.
2.
Υπό έκδοση, Διαβαλκανικές σχέσεις
1940-1989.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Αυτή
είναι η ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος-προβλήματος. Αυτή εκτέθηκε σε όλες
τις φάσεις της σύγχρονης ιστορίας.
Τα όρια
της Αρχαίας Μακεδονίας συμπίπτει με τα όρια της σημερινής Ελληνικής Μακεδονίας.
Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να οικειοποιείται το όνομα και την ιστορία της.
Η Forum
έχει δικαίωμα να είναι ανεξάρτητο κράτος, να δημιουργεί την ιστορία του και τον
πολιτισμό του. Όμως δεν έχει κανένα δικαίωμα να πλαστογραφεί την ιστορία και να
οικειοποιείται ξένο όνομα. Έθνη με ψευδεπίγραφα ονόματα και με νόθη ιστορία δεν
επέζησαν, «γιατί εθνικό είναι ότι είναι αληθινό».
Η Ιστορία
εκδικείται και εκδικείται σκληρά αυτόν που την αγνοεί ή σκόπιμα την παραποιεί.
Νικόλαος
Κόλλιας
Πτυχιούχος
Θεολογίας και Φιλολογίας
Διδάκτωρ
Ιστορίας